Προς:

κο Νίκο Χριστοδουλάκη
Υπουργόν Οικονομικών

Κοιν: κο Απόστολο Φωτιάδη
Υφυπουργόν Οικονομικών
 

Θέμα : Φορολογική Ισότητα Γυναικών και Ανδρών
Αθήνα, 17 Μαρτίου 2003

 

 

Αξιότιμε κε Υπουργέ,

 

Με την παρούσα επιστολή θα ήθελα να σας θέσω ένα θέμα που θεωρώ υψίστης σημασίας για τη φορολογική ισότητα των Ελλήνων, γυναικών και ανδρών φορολογουμένων.

 

Όπως γνωρίζετε, το νέο Οικογενειακό Δίκαιο, που ισχύει από το 1983, ορίζει με σαφήνεια ότι και οι δύο σύζυγοι φέρουν τα βάρη του γάμου από κοινού, καταργώντας την ανδρική αρχηγία στο γάμο. Δυστυχώς, το σημαντικό αυτό κεκτημένο συνεχίζει ακόμα και σήμερα, μετά από δύο δεκαετίες, να καταστρατηγείται εις βάρος των γυναικών φορολογουμένων. Συγκεκριμένα, οι Ελληνίδες φορολογούμενες, από τη στιγμή που θα παντρευτούν, δεν αντιμετωπίζονται ως αυθύπαρκτες οικονομικές οντότητες από το ελληνικό κράτος, αλλά ως τα αδύναμα μέρη ενός διμελούς συνόλου, του γάμου τους, εκπροσωπούμενες, κατά τις επαφές και συναλλαγές με το εξωτερικό περιβάλλον, από το σύζυγό τους. Ακόμα χειρότερο θεωρώ και το γεγονός ότι οι έγγαμες Ελληνίδες, ακόμα και αν έχουν εισοδήματα μεγαλύτερα από αυτά του συζύγου τους, δε μπορούν σε καμία περίπτωση να αλλάξουν τη θέση που τους επιφυλάσσεται από τα τυποποιημένα έντυπα των φορολογικών δηλώσεων, στα οποία προβλέπονται μόνο δύο κατηγορίες φορολογουμένων: ο υπόχρεος και η σύζυγος.

 

Η πραγματικότητα αυτή μπορεί σε πολλές περιπτώσεις να έχει δυσμενέστατες επιπτώσεις. Οι περιπτώσεις αυτές μπορούν να ενταχθούν σε δύο κατηγορίες:

 

  1. Περιπτώσεις κατά τις οποίες θίγονται τα οικονομικά συμφέροντα των γυναικών και των οικογενειών τους: Σύμφωνα με την ισχύουσα φορολογική νομοθεσία, ο σύζυγος ορίζεται υπεύθυνος για τα εισοδήματα των ανήλικων τέκνων, η φορολογική ελάφρυνση για τα ανήλικα τέκνα αφορά μόνο στο φόρο του συζύγου, ενώ και η επιστροφή του φόρου εκδίδεται σε επιταγή που φέρει το όνομα του συζύγου, ακόμα και αν μέρος ή και όλο το επιστρεφόμενο ποσό προέρχεται από εισοδήματα της συζύγου. Κατ’αυτόν τον τρόπο, ο σύζυγος-πατέρας μπορεί να επωφελείται από την παραγωγική δραστηριότητα της συζύγου του, ενώ η ίδια δε μπορεί να ελέγξει τα εισοδήματα που προέρχονται από την εργασία της. Είναι προφανές πως, ειδικά σε περιπτώσεις όπου ένας γάμος βρίσκεται σε κρίση, οπότε μπορεί να μην υφίσταται κοινή οικονομική διαχείριση ή συμβίωση των συζύγων, η αδικία που διενεργείται εις βάρος της γυναίκας, με τις ευλογίες του κράτους, είναι κατάφωρη. Η γυναίκα αυτή δεν έχει πρόσβαση στο φορολογικό φάκελο του συζύγου της (τη στιγμή που ο ίδιος ελέγχει πλήρως τον δικό της), δε μπορεί να εισπράξει την επιστροφή φόρου που της αντιστοιχεί, ενώ δεν απολαμβάνει και των φορολογικών ελαφρύνσεων που προβλέπονται για τα παιδιά (τα οποία συνήθως αυτή μεγαλώνει).

 

  1. Λόγοι αξιοπρέπειας και συμβολισμού. Το ισχύον φορολογικό καθεστώς υποβιβάζει τις γυναίκες φορολογούμενες από αυθύπαρκτες οικονομικές οντότητες σε κηδεμονευόμενες από τους συζύγους πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Ο συμβολισμός αυτής της πραγματικότητας είναι πολύ επικίνδυνος, αφού εδραιώνει στη συνείδηση των πολιτών λογικές και πρακτικές που δε συνάδουν με το πνεύμα της, προβλεπόμενης και από το Σύνταγμα της Ελλάδος, ισότητας των δύο φύλων. Όσες επίσημες προσπάθειες και αν καταβληθούν για την ενεργό συμμετοχή των γυναικών στα κοινά, για την ισόρροπη συμμετοχή στα κέντρα λήψης αποφάσεων, για την ενίσχυση της γυναικείας επιχειρηματικότητας και την εναρμόνιση οικογενειακών και επαγγελματικών υποχρεώσεων, όλα θα καθίστανται έπεα πτερόεντα, καθώς το ίδιο αυτό κράτος θα παρακάμπτει αυτές τις γυναίκες και θα ορίζει έναν άντρα ως αρμόδιο για τη διευθέτηση των μεταξύ τους συναλλαγών. Οι συνέπειες αυτής της πραγματικότητας για τη θέση των γυναικών στην κοινωνία μας είναι πολλαπλασιαστικές, ακυρώνοντας στην πράξη κάθε θετικό βήμα προς την κατάκτηση της ισότητας των φύλων.

 

Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι η διάκριση αυτή σε βάρος των γυναικών συνεχίζεται σε μια περίοδο κατά την οποία η συζήτηση για την ενσωμάτωση της ισότητας σε όλες τις πολιτικές (gender mainstreaming) αναδεικνύεται σε προτεραιότητα της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ελληνικής Προεδρίας. Ειδικότερα, στην Ετήσια Αναφορά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τις Ίσες Ευκαιρίες Γυναικών και Ανδρών στην Ευρωπαϊκή Ένωση για το έτος 2002 δίδεται ιδιαίτερη έμφαση στο στόχο αυτό και αναφέρονται τα συγκεκριμένα βήματα που έχουν πραγματοποιηθεί κατά το παρελθόν έτος για την επίτευξή του. Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ετοιμάζει πρόταση οδηγίας (που προβλέπεται ότι θα κατατεθεί τον Ιούνιο) η οποία βασίζεται στο άρθρο 13 της Συνθήκης και θα αφορά στις διακρίσεις με βάση το φύλο, οι οποίες παρουσιάζονται εκτός εργασιακού περιβάλλοντος. Στις έμμεσες αυτές διακρίσεις εντάσσονται και οι διακρίσεις στη φορολογία. Τη στιγμή, λοιπόν, που τόσο σημαντική πρόοδος πραγματοποιείται σε ευρωπαϊκό επίπεδο, τη στιγμή που αναμένεται να παρουσιαστεί σύγκρουση μεταξύ εθνικής και κοινοτικής νομοθεσίας, είναι άδικο στην Ελλάδα να μην έχουν εξασφαλιστεί τα αυτονόητα για τις φορολογούμενες γυναίκες.

 

 

 

 

 

Είναι, πιστεύω, προφανές από τα παραπάνω ότι η υφιστάμενη φορολογική νομοθεσία παραβιάζει κατάφωρα και τη νομοθεσία περί Οικογενειακού Δικαίου, αλλά και το ίδιο το Σύνταγμα (άρθρα 4 και 116).

 

Με δεδομένα τα παραπάνω, θα ήθελα να σας ζητήσω να προβείτε, το συντομότερο δυνατόν, σε όλες τις αναγκαίες ρυθμίσεις στη φορολογική νομοθεσία, προκειμένου να καταργηθεί κάθε διάκριση με βάση το φύλο, ώστε η γυναίκα (έγγαμη, διαζευγμένη ή χήρα) φορολογούμενη να αντιμετωπίζεται ως αυθύπαρκτη οντότητα και όχι ως εξαρτημένη από το σύζυγό της.

 

 

Με βαθύτατη εκτίμηση

 

 

 

Άννα Καραμάνου