|
Αξιότιμοι κύριοι Υπουργοί, Όπως σας είναι γνωστό, το ελάχιστο ποσοστό γονιμότητας που είναι αναγκαίο για την εξασφάλιση της αναπλήρωσης των γενεών αντιστοιχεί σε 2,1 γεννήσεις ανά γυναίκα παραγωγικής ηλικίας. Όμως, ο δείκτης γονιμότητας σήμερα στη χώρα μας είναι 1,2, δηλαδή πολύ χαμηλότερος αυτού του 2,1 που διασφαλίζει την αναπλήρωση των γενεών. Αυτό, σε συνδυασμό με την αύξηση του μέσου όρου ζωής – μέση διάρκεια ζωής 80,3 έτη/1995 – οδηγεί στη γήρανση του Ελληνικού πληθυσμού. Στο πλαίσιο αυτό, θα ήθελα να θέσω το θέμα των μονογονεϊκών οικογενειών στην Ελλάδα, οι οποίες δεν αποτελούν νέο και απομονωμένο φαινόμενο, αντιθέτως αποτελούν μια πραγματικότητα που θα γίνεται όλο και πιο ορατή στατιστικά, αλλά και κοινωνικά, ενώ το πορτραίτο της μονογονεϊκότητας αλλάζει καθώς, όλο και πιο συχνά, αποτελεί ατομική επιλογή. Στη χώρα μας, προς το παρόν, τα ποσοστά των εκτός γάμου γεννημένων παιδιών είναι από τα χαμηλότερα της ΕΕ, ενώ οι διασπάσεις των οικογενειών αυξάνουν αλματωδώς. Με βάση τα δεδομένα της ΕΣΥΕ και της Eurostat, τα ποσοστά των μονογονεϊκών νοικοκυριών αντιστοιχούν στο 10% περίπου του συνόλου των οικογενειών, ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες είναι αρκετά υψηλότερα. Σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση της Eurostat (“Τα Νέα” 15/3/2000) στις 100 μονογονεϊκές οικογένειες με υψηλό εισόδημα στη χώρα μας αναλογούν 248 με χαμηλό εισόδημα. Αυτό σημαίνει ότι περίπου τα 2/3 των μονογονεϊκών οικογενειών ζουν σε συνθήκες φτώχειας. Συγκριτικά, θα ήθελα να επισημάνω την συμβολή των περισσοτέρων ευρωπαϊκών συστημάτων κοινωνικής πρόνοιας στη συντήρηση της μονογονεϊκής οικογένειας, η οποία βασίζεται στην πεποίθηση των κρατών, ότι στο πλαίσιο της πολιτικής υπέρ της οικογένειας, η επένδυση στην προστασία του παιδιού αποτελεί την καλύτερη εγγύηση εναντίον της φτώχειας και του αυξημένου κοινωνικού κόστους αργότερα στη ζωή, ενώ συγχρόνως αποτελεί εθνική παραγωγική επένδυση. Σύμφωνα και με τον Πανελλήνιο Σύλλογο Μελών Μονογονεϊκών Οικογενειών, τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι μονογονεϊκες οικογένειες είναι: · Οικονομικά:
ανεργία, έλλειψη επαρκούς εκπαίδευσης ή κατάρτισης, δυσκολία του μόνου
γονέα να διατηρήσει μια θέση εργασίας, λόγω έλλειψης παιδικών σταθμών
και άλλων χώρων φροντίδας και φύλαξης των παιδιών με ευέλικτο ωράριο. · Φορολογικές
ελαφρύνσεις για το μόνο γονέα με χαμηλό ή μεσαίο εισόδημα Συμπερασματικά, θεωρώ, ότι μόνο νέοι και καινοτόμοι τρόποι συνδυασμένης αντιμετώπισης της απασχόλησης και της πρόνοιας είναι δυνατόν να βοηθήσουν τις πιο ευάλωτες κοινωνικά ομάδες, όπως είναι οι μόνοι-γονείς, να σταθούν αυτόνομα και να φροντίσουν τον εαυτό τους. Η ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού, η ατομική αυτάρκεια και ολοκλήρωση καθώς και η ένταξη των ατόμων στην κοινωνία, είναι επιδιωκόμενοι στόχοι και προκλήσεις για τη σύγχρονη κοινωνία. Oι μόνοι-γονείς μπορούν να επωφεληθούν από μια συνδυασμένη πολιτική που θα έχει ως στόχο τη μετάβαση από τα ίσα δικαιώματα στην ίση μεταχείριση στην αγορά εργασίας, μέσω της ισότητας ευκαιριών στην κοινωνία. Ευελπιστώ ότι η παρέμβασή μου θα βρει θετικούς αποδέκτες για τη δημιουργία μιας πολιτικής και νομοθετικής στήριξης της μονογονεϊκής οικογένειας, κατά τα Ευρωπαϊκά πρότυπα, στο πλαίσιο και των μέτρων για την αντιμετώπιση του δημογραφικού ζητήματος. Με εκτίμηση,
|