"ΚΕΡΔΟΣ ΚΑΙ ΒΙΟ-ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ- ΟΡΑΜΑ ΕΛΠΙΔΑΣ" Συζήτηση στρογγυλής τραπέζης της Διεθνούς Οργάνωσης Βιοπολιτικής στο πλαίσιο του Money Show

 

"ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΚΑΙ ΒΙΩΣΙΜΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ"

 

 

Θεσσαλονίκη, 14/12/2002

Άννα Καραμάνου- Ευρωβουλευτής
Πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Δικαιωμάτων των Γυναικών και Ίσων Ευκαιριώ
ν

 

Όταν το 1999, η Μοζαμβίκη επλήγη από σαρωτικές πλημμύρες, ο δυτικός κόσμος εξέφρασε τη συμπαράστασή του προς τον πληγέντα λαό της εμπράκτως, με κινητοποίηση μηχανισμών υποστήριξης και αποστολή ανθρωπιστικής βοήθειας. Τότε, παρά την ήδη αναπτυγμένη φιλολογία για το φαινόμενο του θερμοκηπίου και τις καταστροφικές επιπτώσεις που αναμενόταν να έχει ανά τον κόσμο, η καταστροφή της Μοζαμβίκης συνδέθηκε στη συνείδηση των δυτικών κοινωνιών με την έλλειψη οργάνωσης του ίδιου του κράτους. Μόλις τρία χρόνια αργότερα, οι αντιλήψεις αυτές διαψεύστηκαν με τραγικό τρόπο: χώρες ανεπτυγμένες, χώρες οργανωμένες, στην καρδιά της Ευρώπης επλήγησαν από τα στοιχεία της φύσεως σε τόσο μεγάλο βαθμό ώστε δε μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν την καταστροφή.

 

Τα τελευταία χρόνια η υποβάθμιση του περιβάλλοντος έχει αρχίσει να πλήττει την καθημερινότητα των δυτικών κοινωνιών. Οι τουριστικές επιχειρήσεις στον Αρκτικό κύκλο περνούν κρίση, αφού οι πτώσεις μεγάλων τμημάτων από παγόβουνα που λιώνουν είναι πλέον συχνότερες και απωθούν τους επισκέπτες. Υπολογίζεται ότι το έτος 2025, ο αριθμός των ανθρώπων που θα αναγκαστούν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους λόγω φυσικής καταστροφής θα τετραπλασιαστεί και θα φτάσει τα 100 εκατομμύρια.[1] Αναμένουμε λοιπόν πως οι μεγάλες φυσικές καταστροφές θα συνεχιστούν και μάλιστα θα ενταθούν. Παρ’όλες, όμως, αυτές τις σοβαρές ενδείξεις, παρά το γεγονός ότι τις επιπτώσεις της υποβάθμισης του περιβάλλοντος τις υφίστανται πλέον οι πολίτες ισχυρών κρατών, όπως της Γερμανίας, των ΗΠΑ, της Ιταλίας, ωστόσο, δε φαίνεται ακόμα να έχει χτυπήσει για τους ισχυρούς του κόσμου το καμπανάκι του κινδύνου, που θα τους αναγκάσει να λάβουν σοβαρά υπόψη τους τις προειδοποιήσεις των επιστημόνων και να προχωρήσουν σε έργα για να ανατραπεί, όσο είναι ακόμα δυνατόν, η πορεία προς την οικολογική καταστροφή του πλανήτη. Οι εξελίξεις είναι αποκαρδιωτικές. Οι ΗΠΑ εξακολουθούν να αρνούνται να υπογράψουν τη Σύμβαση του Κυότο, ενώ στην πρόσφατη Διάσκεψη του Γιοχάνεσμπουργκ πολλές από τις αντιπροσωπείες κρατών έδειξαν ανησυχητικά χαμηλό ενδιαφέρον για μια σοβαρή συζήτηση γύρω από την αειφόρο ανάπτυξη.[2]

 

Κι όμως η αιτία της κατάστασης που ζούμε σήμερα είναι ο τρόπος ζωής των δυτικών κοινωνιών. Η κατανάλωση των πλουσιότερων 50 εκατομμυρίων ανθρώπων του πλανήτη μας είναι ίση με την κατανάλωση των 2,7 δισεκατομμυρίων φτωχότερων. Τα τελευταία 20 χρόνια αυξήθηκε κατά δύο τρίτα η κατανάλωση οικιακής ενέργειας, ενώ έχει διπλασιαστεί ο στόλος των αυτοκινήτων και έχουν τετραπλασιαστεί οι εναέριες μετακινήσεις. Τα τελευταία 50 χρόνια η κατανάλωση πετρελαίου έχει επταπλασιαστεί, ενώ η παραγωγή κρέατος, η αλιεία και οι εκπομπές ρύπων από ορυκτά καύσιμα υλικά έχουν τουλάχιστον τετραπλασιαστεί. Τον τελευταίο αιώνα, η κατανάλωση καθαρού νερού έχει εξαπλασιαστεί.[3]

 

Μια σημαντική διάσταση του προβλήματος είναι η συνεχής αύξηση του πληθυσμού και, επομένως, των αναγκών της ανθρωπότητας για κατανάλωση. Υπολογίζεται ότι μέσα στα επόμενα 10 χρόνια περίπου 800 εκατομμύρια θα προστεθούν στον ανθρώπινο πληθυσμό. Η παραγωγή τροφής θα πρέπει να διπλασιαστεί σχεδόν για να καλυφθούν οι ανάγκες που θα προκύψουν από την αύξηση. Ήδη, όμως οι δασικές εκτάσεις του πλανήτη έχουν μειωθεί δραματικά συνεπεία της αλόγιστης υλοτόμησης και των αλλαγών χρήσης γης. Κάθε χρόνο, χιλιάδες είναι τα είδη ζώων και φυτών που εξαφανίζονται ως αποτέλεσμα της ανθρώπινης δραστηριότητας και της καταστροφής του φυσικού τους περιβάλλοντος. Στα επόμενα 25 χρόνια, ο μισός πληθυσμός της γης θα αντιμετωπίζει σοβαρές δυσκολίες στην προσπάθειά του να βρει πόσιμο νερό, ενώ σήμερα υπολογίζεται πως το ήμισυ των υγροτόπων της γης το εκμεταλλεύεται η ανθρωπότητα για αστική και βιομηχανική ανάπτυξη. Με την αύξηση του πληθυσμού αυξάνεται και η παραγωγή αποβλήτων. Σήμερα, στις αναπτυγμένες χώρες του ΟΟΣΑ, κάθε άνθρωπος παράγει σχεδόν 2 τόνους απορριμμάτων ετησίως. Το αποτέλεσμα αυτού του τρόπου ζωής είναι ότι η ανθρωπότητα καταναλώνει τους πλουτοπαραγωγικούς πόρους της γης με ρυθμό κατά 20% ταχύτερο από το ρυθμό που χρειάζεται η φύση για να τους αντικαταστήσει. Με άλλα λόγια, χρειαζόμαστε 1,2 Γέες αν δεν αλλάξουμε τρόπο ζωής. Εάν θέλουμε να καταστήσουμε την ανάπτυξη βιώσιμη και δικαιότερη, οι πλούσιες κοινωνίες θα πρέπει να περικόψουν την κατανάλωση ενέργειας και πόρων κατά 90% ως το 2050.[4] Θα πρέπει, δηλαδή, να κατανεμηθούν με δικαιότερο τρόπο οι πόροι του Πλανήτη.

 

Η διαπίστωση των κινδύνων που ενυπάρχουν στον τρόπο ζωής των δυτικών κοινωνιών διαμόρφωσε την έννοια της αειφόρου ανάπτυξης. Η αειφόρος ανάπτυξη έχει προσδιοριστεί ως "η ανάπτυξη που ικανοποιεί τις ανάγκες του σήμερα χωρίς να δεσμεύει την ικανότητα των μελλοντικών γενεών να ικανοποιήσουν τις δικές τους ανάγκες". Στην ουσία η αειφόρος ανάπτυξη δίνει έμφαση στην ανάγκη να υιοθετηθούν μοντέλα ανάπτυξης που μειώνουν την κατανάλωση μη-ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.[5] Με άλλα λόγια, η αειφόρος ανάπτυξη σημαίνει πως αρχίζουμε να αντιμετωπίζουμε τη Γη σαν να σκοπεύουμε να παραμείνουμε εδώ.[6] Η έννοια της "αειφορίας" δεν είναι καινούρια. Χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1915 από την καναδική επιτροπή προστασίας του περιβάλλοντος, σε αναφορά της για την αναγκαιότητα μεταβίβασης του κεφαλαίου της φύσης στις μελλοντικές γενεές. Έκτοτε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι. Η "αειφόρος ανάπτυξη" συζητήθηκε πολύ στη Διάσκεψη του Ρίο για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη το 1992. Στο Ρίο διαπιστώθηκε για πρώτη φορά σε τόσο εκτενές συλλογικό επίπεδο ο επείγων χαρακτήρας του προβλήματος. Παρόλη όμως τη σύμπνοια που υπήρξε τότε, η Ατζέντα 21 (η διακήρυξη που υιοθετήθηκε στο Ρίο) δεν απέκτησε ποτέ θεσμικό χαρακτήρα. Έτσι, δεν υπήρξε πρόοδος επί της ουσίας. [7]

 

Είναι προφανές πλέον ότι υπάρχει έλλειμμα πολιτικής. Το σοβαρότερο, κατά τη γνώμη μου, είναι ότι δεν έχουμε επιτρέψει ακόμη σε ένα σημαντικό κομμάτι των κατοίκων της γης μας να συμμετάσχει στη διαμόρφωση του μέλλοντός του. Μιλάω φυσικά για τις γυναίκες. Δεν έχουν, δηλαδή, ακόμη αναγνωρισθεί πλήρη δικαιώματα στο μισό της ανθρωπότητας. Στη συντριπτική πλειοψηφία των χωρών του κόσμου οι γυναίκες είναι φτωχότερες από τους άντρες, έχουν χαμηλότερη μόρφωση, καθώς και λιγότερα πολιτικά και νομικά δικαιώματα. Οι ανισότητες αυτές έχουν αρνητικές επιπτώσεις στις προσπάθειες για τον περιορισμό της φτώχειας και της υποβάθμισης του περιβάλλοντος. Επιπλέον, οι γυναίκες έχουν μικρή έως ελάχιστη συμμετοχή και επιρροή στα κέντρα λήψης αποφάσεων, με αποτέλεσμα οι αποφάσεις που τις αφορούν να μη λαμβάνουν υπόψη σημαντικές παραμέτρους των αναγκών και των προτεραιοτήτων των γυναικών.

 

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αναποτελεσματικότητας πολιτικών λόγω αδιαφορίας για τη γυναικεία διάστασή τους είναι οι πολιτικές για τον έλεγχο των γεννήσεων, οι οποίες εφαρμόζονται σε πολλές χώρες του κόσμου. Οι «λύσεις» που έχουν επινοήσει οι ανά τον κόσμο κυβερνήσεις για την αντιμετώπιση του προβλήματος συνήθως επιβάλλουν στις γυναίκες να κάνουν ή να μην κάνουν παιδιά. Έτσι, γυναίκες από την Κίνα ως τη Ρουμανία έχουν υποχρεωθεί από τις κυβερνήσεις τους να υποστούν εκτρώσεις, να στειρωθούν ή να γεννήσουν περισσότερα παιδιά από όσα επιθυμούν. Ορισμένοι περιβαλλοντολόγοι μάλιστα προτείνουν, για την αντιμετώπιση της αύξησης του παγκόσμιου πληθυσμού, ακριβώς αυτή τη χρήση της κρατικής εξουσίας ως μέσο σταθεροποίησης του πληθυσμού. Οι γυναικείες οργανώσεις δε συντάσσονται με αυτές τις απόψεις. Παρατηρούν πως οι πρακτικές αυτές δεν έχουν αποφέρει σημαντικά αποτελέσματα στο παρελθόν, οπότε εναλλακτικές πρακτικές θα πρέπει να υιοθετηθούν αν θέλουμε να έχουμε αποτελέσματα. Εάν ληφθούν υπόψη τα δικαιώματα των γυναικών, οι πολιτικές που προκύπτουν είναι επικεντρωμένες στην υποστήριξη του κοινωνικού κράτους, με προγράμματα που παρέχουν υγειονομική περίθαλψη και εκπαίδευση, καθώς και σεξουαλική εκπαίδευση, δηλαδή με προγράμματα που βασίζονται στην αρχή της ελευθερίας επιλογής.[8]

 

Καθίσταται, λοιπόν, προφανής από τα παραπάνω η ανάγκη για μεγαλύτερη συμμετοχή των γυναικών στην άσκηση της εξουσίας. Μόνο με αυτόν τον τρόπο θα μπορέσουν οι πολιτικές προστασίας τους περιβάλλοντος να γίνουν πιο αποτελεσματικές, αφού θα λαμβάνουν υπόψη τους τις ειδικότερες ανάγκες του μεγαλύτερου τμήματος του πληθυσμού της γης. Υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις[9] πως και η απλή ακόμη τοποθέτηση ή εκλογή γυναικών σε θέσεις ισχύος μπορεί να είναι αποτελεσματική, αφού οι γυναίκες είναι συχνά πιο προοδευτικές από τους άνδρες συναδέλφους τους σε μια σειρά από θέματα. Οι γυναίκες, για ιστορικούς και πολιτισμικούς λόγους κυρίως, είναι φορείς ιδεών, αξιών και συμπεριφορών που εναρμονίζονται περισσότερο με τις κοινωνικές ανάγκες και το πολιτικό κλίμα της αυγής του 21ου αιώνα. Λιγότερο ατομίστριες από τους άντρες, δίνουν μεγάλη σημασία στις ανάγκες και τις απόψεις των άλλων, ενώ συνήθως θέτουν θέματα και συμβάλλουν σε αποφάσεις που είναι προς όφελος όλων.[10]

 

Ο ρόλος των γυναικών και η αξία της συμμετοχής τους έχει αναγνωρισθεί και περιληφθεί σε όλες τις διακηρύξεις και τα προγράμματα δράσης που αποφασίστηκαν στις μεγάλες Παγκόσμιες Διασκέψεις του ΟΗΕ για τις γυναίκες, από την πρώτη του Μεξικό το 1975, μέχρι την τέταρτη στο Πεκίνο το 1995. Στη Διακήρυξη της Διάσκεψης για την Ανάπτυξη και το Περιβάλλον στο Ρίο το 1992, μάλιστα, αναφέρεται: "Οι γυναίκες διαδραματίζουν ένα ζωτικής σημασίας ρόλο στην περιβαλλοντική διαχείριση και ανάπτυξη. Η πλήρης συμμετοχή τους είναι συνεπώς ζωτικής σημασίας για την επίτευξη διαρκούς ανάπτυξης".[11] Θα ήθελα σε αυτό το σημείο να αναφερθώ και στην έκθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου –της οποίας υπήρξα εισηγήτρια- για την ισόρροπη συμμετοχή γυναικών και ανδρών στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Σε αυτήν τονίζεται πως «το σύστημα αξιών [των γυναικών] είναι συνυφασμένο με το διάλογο, το συμβιβασμό, τη συμφιλίωση και τη διευθέτηση των διαφορών με ειρηνικά μέσα. Αυτό το σύστημα αξιών μπορεί ενδεχομένως να προσφέρει μια εναλλακτική λύση στο σημερινό πολιτισμό της βίας, ενώ παράλληλα μπορεί να συμβάλει στην ανάπτυξη ενός νέου πολιτικού πολιτισμού, του πολιτισμού της ειρήνης, της συνεργασίας και του σεβασμού των διαφορών. Εκτιμάται ότι εάν η πολιτική ζωή υιοθετούσε τις αξίες των γυναικών θα υπήρχε μεγαλύτερη κοινωνική αλληλεγγύη μεταξύ λαών και εθνών, δικαιότερη κατανομή των πόρων του πλανήτη και θα εξέλιπαν οι πόλεμοι και οι συγκρούσεις λόγω θρησκευτικού φανατισμού ή ακραίου εθνικισμού. Επιπλέον, θα υπήρχε μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση σε κοινωνικά θέματα που συνδέονται με την ποιότητα της ζωής, όπως η προστασία του περιβάλλοντος, η κοινωνική πολιτική και η πρόνοια, η ιατρική περίθαλψη, η παιδεία και η καταπολέμηση της χρήσης των ναρκωτικών και του εμπορίου λευκής σαρκός».

 

Στην προσπάθεια για μεγαλύτερη συμμετοχή των γυναικών στη διάσωση του πλανήτη μας καταλυτικής σημασίας είναι και ο ρόλος που μπορούν να διαδραματίσουν μη κυβερνητικές οργανώσεις, όπως είναι η Διεθνής Οργάνωση Βιοπολιτικής. Ο ρόλος της δεν προσδιορίζεται μόνο από το ότι είναι το αποτέλεσμα της πρωτοβουλίας και της συνεχούς στήριξης μιας γυναίκας, της Προέδρου και Ιδρυτού της κας Αγνής Βλαβιανού-Αρβανίτη, η οποία κατάφερε να αναδείξει μια οργάνωση με έδρα την Αθήνα σε κέντρο ανταλλαγής απόψεων για ολόκληρο τον κόσμο, αποκαλύπτοντας κατ’αυτόν τον τρόπο τον πρωτοπόρο ρόλο που μπορούν να παίξουν οι γυναίκες και την πολυδιάστατη σκέψη τους. Η προσφορά της Διεθνούς Οργάνωσης Βιοπολιτικής εδράζεται κυρίως στο ότι δίνει έμφαση σε εναλλακτικές προσεγγίσεις της Ανάπτυξης και του Κέρδους, ενισχύει τη διεθνή συνεργασία (αφού οι συνεργασίες της καλύπτουν 123 χώρες), προσπαθεί να μάθει τους ανθρώπους να είναι ανοιχτόμυαλοι, να ψάξουν και πέρα από τα τετριμμένα για να βρουν τις λύσεις που αναζητούν. Οι προτάσεις της για την ίδρυση του Διεθνούς Πανεπιστημίου για το Βιο-Περιβάλλον, για τη διοργάνωση Παγκόσμιου Δημοψηφίσματος για το Περιβάλλον, για τη δημιουργία Τράπεζας Ιδεών για το περιβάλλον τονίζουν την ανάγκη να επεκταθεί η παγκόσμια συζήτηση για τα περιβαλλοντικά ζητήματα και προς ομάδες πληθυσμού που ως σήμερα δεν είχαν τη δυνατότητα να συμβάλουν με όλες τις δυνάμεις που διαθέτουν στην προσπάθεια διάσωσης του πλανήτη.

 

Το συμφέρον του πλανήτη μας είναι η καλύτερη δυνατή αξιοποίηση των ανθρωπίνων πόρων, καθώς και η ενσωμάτωση στο σύνολο της ασκούμενης πολιτικής των αξιών, της δημιουργικότητας, των προτεραιοτήτων, της φαντασίας, της ευαισθησίας, της κοινωνικής εμπειρίας και των ικανοτήτων του μισού και πλέον πληθυσμού της γης. Καμιά από τις προκλήσεις της εποχής μας δε μπορεί να αντιμετωπισθεί χωρίς τη συμμετοχή, τη συνεισφορά των ιδεών και την ουσιαστική εκπροσώπηση των γυναικών.[12]

 


[1] BBC News Online, "The overcrowded ark" by Alex Kirby

[2] Η Ναυτεμπορική, 7 Σεπτεμβρίου 2002

[3] BBC News Online, "The overcrowded ark" by Alex Kirby

[4] BBC News Online, "The overcrowded ark" by Alex Kirby

[5] «Πρωτοβουλίες για το Περιβάλλον σε ευρωπαϊκό επίπεδο», ομιλία Άννας Καραμάνου στο 6ο Συνέδριο «Περιβάλλον και Γυναίκα» του Συνδέσμου Εταιρειών Διαβαλκανικής Συνεργασίας Γυναικών Κύπρου, Λευκωσία 23-26 Οκτωβρίου 1998

[6] BBC News Online, "The overcrowded ark" by Alex Kirby

[7] Η Ναυτεμπορική, 29 Αυγούστου 2002

[8] "Women, Environment and Sustainable Development" by Christine Riddiough, Vice-President for North America Socialist International Women

[9] Μελέτη του Center for the American Woman in Politics.

[10] «Πρωτοβουλίες για το Περιβάλλον σε ευρωπαϊκό επίπεδο», ομιλία Άννας Καραμάνου στη Λευκωσία

[11] «Πρωτοβουλίες για το Περιβάλλον σε ευρωπαϊκό επίπεδο», ομιλία Άννας Καραμάνου στη Λευκωσία

[12] «Πρωτοβουλίες για το Περιβάλλον σε ευρωπαϊκό επίπεδο», ομιλία Άννας Καραμάνου στη Λευκωσία