Συνοπτικά Πρακτικά της 05.04.2001 – Προσωρινή Έκδοση

Βιαιοπραγίες εις βάρος λειτουργών της καθολικής εκκλησίας

B5-0261, 0272, 0280 και 0298/2001

Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με τη σεξουαλική βία κατά των γυναικών και ιδιαίτερα των καθολικών καλογραιών

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

-  έχοντας υπόψη την Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου καθώς και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου,

-  έχοντας υπόψη το Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

-  έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 16ης Σεπτεμβρίου 1997 για την ανάγκη μιας εκστρατείας της ΕΕ σχετικά με την μηδενική ανοχή της βίας σε βάρος των γυναικών(1),

-  έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 10ης Μαρτίου 1999 για τη βία σε βάρος των γυναικών(2),

-  έχοντας υπόψη τη Σύμβαση του ΟΗΕ σχετικά με την Κατάργηση Κάθε Μορφής Διακρίσεων Κατά των Γυναικών,

Α.  υπενθυμίζοντας ότι, όπως και τα άλλα κοινοτικά θεσμικά όργανα, καταδικάζει σθεναρά κάθε μορφή βίας κατά των γυναικών και ιδιαίτερα τις σεξουαλικής καταχρήσεις,

Β.  εκφράζοντας την έντονη ανησυχία του για το περιεχόμενο μιας έκθεσης που δημοσιεύθηκε στο αμερικανικό περιοδικό "National Catholic Reporter" όπου επισημαίνεται ότι σε τουλάχιστον 23 χώρες διεπράχθη υψηλός αριθμός βιασμών από ιερείς σε βάρος καθολικών καλογραιών,

Γ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η Αγία Έδρα επιβεβαίωσε ότι έχει επίγνωση των περιπτώσεων βιασμού και σεξουαλικών καταχρήσεων σε βάρος γυναικών, περιλαμβανομένων των καλογραιών, από καθολικούς ιερείς, εξαιτίας ιδιαίτερα του γεγονότος ότι από το 1994 τουλάχιστον πέντε εκθέσεις σχετικά με το θέμα αυτό υπεβλήθησαν στο Βατικανό,

Δ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι ενώ οι υπεύθυνοι αξιωματούχοι είχαν πλήρη επίγνωση των παραβιάσεων αυτών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν αντέδρασαν με τα κατάλληλα μέτρα,

Ε.  υπογραμμίζοντας ότι σύμφωνα με τις εκθέσεις αυτές πολλές μοναχές που βιάσθηκαν υποχρεώθηκαν στη συνέχεια σε άμβλωση ή σε παραίτηση ή και σε ορισμένες περιπτώσεις μολύνθηκαν από AIDS,

ΣΤ.  λαμβάνοντας γνώση των δηλώσεων του εκπροσώπου του Βατικανού Joaquin Navarro Valls που τόνισε ότι, "το πρόβλημα είναι γνωστό, είναι όμως γεωγραφικά περιορισμένο" και υπογραμμίζοντας ότι αντίθετα, το φαινόμενο αυτό υπερβαίνει τα όρια της Αφρικής,

Ζ.  υπενθυμίζοντας ότι η σεξουαλική κατάχρηση συνιστά έγκλημα κατά του ανθρωπίνου όντος και ότι οι δράστες των εγκλημάτων αυτών πρέπει να προσαχθούν ενώπιον της δικαιοσύνης,

 

1.  καταδικάζει όλες τις παραβιάσεις των δικαιωμάτων των γυναικών καθώς και τις πράξεις σεξουαλικής βίας ιδιαίτερα σε βάρος των καθολικών καλογραιών και εκφράζει την αλληλεγγύη του προς τα θύματα·

2.  ζητεί να συλληφθούν και να προσαχθούν ενώπιον της δικαιοσύνης οι δράστες των εγκλημάτων αυτών· ζητεί από τις δικαστικές αρχές των 23 χωρών που αναφέρονται στις εκθέσεις να εξασφαλίσουν την πλήρη διαλεύκανση από δικαστικής πλευράς των υποθέσεων αυτών βίας σε βάρος των γυναικών·

3.  καλεί την Αγία Έδρα να λάβει σοβαρά υπόψη όλες τις κατηγορίες για σεξουαλικές καταχρήσεις που διεπράχθησαν εντός των οργανώσεών της, να συνεργασθεί με τις δικαστικές αρχές και να αφαιρέσει από τους δράστες κάθε επίσημο αξίωμα·

4.  καλεί την Αγία Έδρα να αποκαταστήσει τις γυναίκες εκείνες που εξεδιώχθησαν από τις θέσεις τους γιατί επέστησαν την προσοχή των ανωτέρων τους στις καταχρήσεις αυτές και να παράσχει στα θύματα την αναγκαία προστασία και αποζημίωση για τις διακρίσεις που ενδεχομένως υπέστησαν στη συνέχεια·

5.  ζητεί τη δημοσιοποίηση του συνόλου του περιεχομένου των πέντε εκθέσεων που αναφέρονται στο περιοδικό "National Catholic Reporter

6.  αναθέτει στην Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο, την Επιτροπή, τις αρχές της Αγίας Έδρας, το Συμβούλιο της Ευρώπης, την Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου των Ηνωμένων Εθνών καθώς και στις κυβερνήσεις της Μποτσουάνα, Μπουρούντι, Βραζιλίας, Κολομβίας, Γκάνας, Ινδίας, Ιρλανδίας, Ιταλίας, Κένυα, Λεσότο, Μαλάουι, Νιγηρίας, Παπουασίας-Νέας Γουϊνέας, Φιλιππίνων, Νότιας Αφρικής, Σιέρρα Λεόνε, Ουγκάντα, Τανζανία, Τόγκα, ΗΠΑ, Ζάμπια, Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό και Ζιμπάμπουε.



(1) ΕΕ C 304 της 6.10.1997, σ. 55.
(2) ΕΕ C 175 της 21.6.1999, σ. 133.