<EntPE>ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ</EntPE>

1999

2004

Έγγραφο συνόδου

<RefStatus>ΤΕΛΙΚΟ</RefStatus>

<NoDocSe>A5-0287/2000</NoDocSe>

<RefVer></RefVer>

<Date>{12/10/2000}12 Οκτωβρίου 2000</Date>

<TitreType>ΕΚΘΕΣΗ</TitreType>

<Titre>σχετικά με το προσχέδιο δράσης για την Αλβανία και τη γειτονική περιοχή</Titre>

<DocRef>(7886/2000 – C5-0305/2000- 2000/2158 (COS))</DocRef>

<Commission>{ΕΛΕΥ}Επιτροπή Ελευθεριών και Δικαιωμάτων των Πολιτών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων</Commission>

Εισηγήτρια: <Depute>Άννα Καραμάνου</Depute>


 


<PgIndex>ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Σελίδα

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ................................................................................................ 4

ΠΡΟΤΑΣΗ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ....................................................................................................... 5

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ........................................................................................................ 12

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ {ΕΞΩΤ}ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ, ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ, ΚΟΙΝΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΜΥΝΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ..................................................... 21

 


<PgReglementaire>ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

Με επιστολή της {16.05.2000}16ης Μαΐου 2000, το Συμβούλιο, κατόπιν αιτήσεως της Προεδρίας, διαβίβασε στην Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου το προσχέδιο δράσης για την Αλβανία και τη γειτονική περιοχή (7886/2000 – 2000/2158 (COS)).

Κατά την συνεδρίαση στις 3 Ιουλίου 2000, η Πρόεδρος του Κοινοβουλίου ανακοίνωσε ότι διαβίβασε το εν λόγω σχέδιο δράσης στην Επιτροπή Ελευθεριών και Δικαιωμάτων των Πολιτών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων, σύμφωνα με το άρθρο 48 του Κανονισμού, για εξέταση επί της ουσίας, και στην Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων, Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Κοινής Ασφάλειας και Αμυντικής Πολιτικής, για γνωμοδότηση (C5-0305/2000).

Κατά τη συνεδρίασή της στις {23.05.2000}23 Μαΐου 2000, η {ΕΛΕΥ}Επιτροπή Ελευθεριών και Δικαιωμάτων των Πολιτών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων όρισε εισηγήτρια την κ. Άννα Καραμάνου.

Κατά τις συνεδριάσεις της στις 22 Ιουνίου 2000, 13 Ιουλίου 2000, 14 Σεπτεμβρίου 2000 και 11 Οκτωβρίου 2000, η Επιτροπή Ελευθεριών και Δικαιωμάτων των Πολιτών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων εξέτασε το σχέδιο δράσης και το σχέδιο έκθεσης.

Κατά την τελευταία ως άνω συνεδρίαση, η επιτροπή ενέκρινε την πρόταση ψηφίσματος με 25 ψήφους υπέρ, 0 ψήφους κατά και 2 αποχές.

Ήσαν παρόντες κατά την ψηφοφορία οι βουλευτές: Robert J.E. Evans, αντιπρόεδρος, Bernd Posselt, αντιπρόεδρος, Άννα Καραμάνου, εισηγήτρια, Christian von Boetticher, Alima Boumediene-Thiery, Marco Cappato, Michael Cashman, Charlotte Cederschiöld, Carmen Cerdeira Morterero (αναπλ. Martin Schulz), Ozan Ceyhun, Carlos Coelho, Giuseppe Di Lello Finuoli, Γεώργιος Δημητρακόπουλος (αναπλ. Thierry Cornillet), Francesco Fiori (αναπλ. Marcello Dell' Utri, σύμφωνα με το άρθρο 153, παράγραφος 2, του Κανονισμού), Pernille Frahm, Evelyne Gebhardt (αναπλ. Joke Swiebel), Margot Keßler, Timothy Kirkhope, Ewa Klamt, Hartmut Nassauer, William Francis Newton Dunn (αναπλ. Jorge Salvador Hernández Mollar), Elena Ornella Paciotti, Hubert Pirker, Adriana Poli Bortone (αναπλ. Roberta Angelilli, σύμφωνα με το άρθρο 153, παράγραφος 2, του Κανονισμού), Anna Terrón i Cusí, Maurizio Turco (αναπλ. Frank Vanhecke) και Gianni Vattimo.

Η γνωμοδότηση της {ΕΞΩΤ}Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων, Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Κοινής Ασφάλειας και Αμυντικής Πολιτικής επισυνάπτεται στην παρούσα έκθεση.

Η έκθεση κατατέθηκε στις 12 Οκτωβρίου 2000

Η προθεσμία για την κατάθεση τροπολογιών θα αναγράφεται στο σχέδιο ημερήσιας διάταξης της περιόδου συνόδου κατά την οποία θα εξετασθεί η έκθεση.


<PgPartieA><SubPage>ΠΡΟΤΑΣΗ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ

Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με το προσχέδιο δράσης για την Αλβανία και τη γειτονική περιοχή (7886/2000 – C5-0305/2000-2000/2158(COS))

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

<Visa>        έχοντας υπόψη το προσχέδιο δράσης για την Αλβανία και τη γειτονική περιοχή, που ενεκρίθη από το Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων της 13ης και 14ης Ιουνίου 2000 (7886/2000 – C5-0305/2000),

        -έχοντας υπόψη τη Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ιδιαίτερα τα άρθρα 3, παρ.1, σημείο δ, 13, 14 και τον Τίτλο VI) και τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ιδιαίτερα τα άρθρα 2, 6 και τον Τίτλο VI),

        έχοντας υπόψη την εντολή της Ομάδας Υψηλού Επιπέδου "Άσυλο και Μετανάστευση" για την εκπόνηση σχεδίων δράσης όσον αφορά τις κύριες χώρες καταγωγής ή διέλευσης των αιτούντων άσυλο και των μεταναστών,

        έχοντας υπόψη τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Τάμπερε στις 15 και 16 Οκτωβρίου 1999 και ιδιαίτερα τα συμπεράσματα 2, 3, 4, 8 και 11 –27,

        έχοντας υπόψη προηγούμενα ψηφίσματά του για το θέμα της μετανάστευσης και του ασύλου και ιδιαίτερα το ψήφισμα της 30ής Μαρτίου 2000 σχετικά με τους αιτούντες άσυλο και τους μετανάστες: σχέδια δράσης για τις χώρες καταγωγής και διέλευσης – Ομάδα Υψηλού Επιπέδου[1],

        έχοντας υπόψη το άρθρο 47, παράγραφος 1 του Κανονισμού του,

        έχοντας υπόψη την έκθεση της {ΕΛΕΥ}Επιτροπής Ελευθεριών και Δικαιωμάτων των Πολιτών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων και τη γνωμοδότηση της {ΕΞΩΤ}Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων, Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Κοινής Ασφάλειας και Αμυντικής Πολιτικής (A5‑0287/2000),

Α.      <Considerant>λαμβάνοντας υπόψη ότι το σχέδιο δράσης για την Αλβανία, όπως άλλωστε τα σχέδια τα οποία προηγήθηκαν για άλλες χώρες, εμπνέεται από μια διαπυλωνική προσέγγιση η οποία πρέπει εξ ορισμού να διαθέτει επαρκή ισορροπία των προβλεπόμενων μέτρων,

Β.      λαμβάνοντας υπόψη με ικανοποίηση την ποιότητα και το συνεκτικό χαρακτήρα της έκθεσης για την Αλβανία την οποία εκπόνησε η Ομάδα Υψηλού Επιπέδου, ιδιαίτερα στο βαθμό που λαμβάνει υπόψη την κατάσταση των δικαιωμάτων του ανθρώπου, του πολίτη και των μειονοτήτων σ' αυτή τη χώρα παρά το γεγονός ότι περιέχει επαναλήψεις και κάνει υπαινιγμούς για γεγονότα και για πρωτοβουλίες, χωρίς ωστόσο να παρέχει εμπεριστατωμένα στοιχεία,

Γ.      λαμβάνοντας υπόψη ότι η μετανάστευση πρέπει να θεωρείται ως θεμελιώδης ελευθερία και ότι πρέπει να εκπονηθεί κατάλληλο νομικό πλαίσιο για την ΕΕ για μια νόμιμη και σταθερή πολιτική μετανάστευσης η οποία θα προσανατολίζεται ιδιαίτερα προς τις χώρες που βρίσκονται πιο κοντά στα εξωτερικά σύνορά της και οι οποίες έχουν ήδη ιστορικούς και πολιτισμικούς δεσμούς με αυτήν,

Δ.      λαμβάνοντας υπόψη ότι η Αλβανία είναι ταυτόχρονα χώρα καταγωγής και διέλευσης για τους μετανάστες που κατευθύνονται προς τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, ελκόμενοι συχνά από τις προοπτικές αλλαγής ζωής και τις απατηλές υποσχέσεις απασχόλησης που μπορεί να καταλήξουν στο δράμα της δημιουργίας χρεών, της μαύρης εργασίας, της πορνείας, της εκμετάλλευσης των παιδιών, των γκέτο,

Ε.      λαμβάνοντας υπόψη ότι ιδιαίτερα περιοριστικές πολιτικές για τη χορήγηση θεώρησης διαβατηρίου συμβάλλουν στο να εξαναγκάζονται τα ενδιαφερόμενα άτομα, που τρέφονται από το "εμπόριο των ψευδαισθήσεων", να αναζητήσουν παράνομα μέσα για να διασχίσουν τα εξωτερικά σύνορα της Ένωσης,

ΣΤ.    λαμβάνοντας υπόψη ότι τα πρακτικά μέτρα ελέγχου στα σύνορα δεν πρέπει να βρίσκονται σε ανακολουθία με την προώθηση της κινητικότητας και της ελεύθερης κυκλοφορίας των ατόμων στην Ευρώπη και ότι κατά συνέπεια ο ρόλος και η δράση των προξενείων και λοιπών εκπροσωπήσεων των κρατών μελών στην Αλβανία και στη γειτονική περιοχή πρέπει να συνάδουν με τις ευρωπαϊκές πολιτικές και τους ευρωπαϊκούς κανονισμούς στον εν λόγω τομέα,

Ζ.      λαμβάνοντας υπόψη ότι πολυάριθμοι παράνομοι μετανάστες, εάν αποτύχει η προσπάθεια μετανάστευσης, επαναλαμβάνουν συχνά την προσπάθειά τους, κάτω από άκρως επικίνδυνες και απάνθρωπες συνθήκες, προκαλώντας πολυάριθμα θύματα, που είναι κυρίως παιδιά και γυναίκες,

Η.      λαμβάνοντας υπόψη ότι οι παράνομοι μετανάστες έχουν και αυτοί δικαίωμα στην προστασία των θεμελιωδών ανθρωπίνων τους,

Θ.      λαμβάνοντας υπόψη ότι η μεγάλη πλειοψηφία των Κοσσοβάρων αλβανικής καταγωγής που είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν το έδαφος του Κοσσυφοπεδίου έχουν ήδη επιστρέψει στις εστίες του, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έχει επέλθει πλήρης εξομάλυνση, δεδομένου ότι διαπιστώνονται ακόμη καταστάσεις κινδύνου και αβεβαιότητας, ιδιαίτερα για τους Σέρβους του Κοσσυφοπεδίου και για άλλες μειονότητες,

Ι.       λαμβάνοντας υπόψη κατά συνέπεια ότι οι αιτήσεις ασύλου ή προσωρινής προστασίας από το Κοσσυφοπέδιο δεν φαίνεται πλέον να αποτελούν σημαντική εν δυνάμει πηγή εισροής στις χώρες της ΕΕ, αλλά αποτελούν μάλλον κατ' εξαίρεσιν περιπτώσεις, και ότι εξάλλου η επιστροφή των προσφύγων χρειάζεται να γίνεται υπό παρακολούθηση και να τυγχάνει παροχής βοήθειας,

ΙΑ.     λαμβάνοντας υπόψη ότι μόνον μετά τα γεγονότα στο Κοσσυφοπέδιο το 1998 και το 1999 και μετά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ελσίνκι το Δεκέμβριο του 1999 και με την προοπτική της διεύρυνσης, ο ρόλος της νοτιοανατολικής περιοχής της Ευρώπης κατέστη σημαντικότερος για την Ευρωπαϊκή Ένωση (Σύμφωνο Σταθερότητας), και ότι αυτό αποδεικνύει μια ιστορική καθυστέρηση και μια ανεπάρκεια πολιτικού οράματος εκ μέρους των κρατών μελών, κυρίως εάν συγκριθεί με τη στάση τους έναντι των υποψήφιων χωρών της Κεντρικής Ευρώπης,

ΙΒ.     λαμβάνοντας υπόψη ότι, πέραν των γεγονότων του Κοσσυφοπεδίου, το ζήτημα της Αλβανίας και των σχέσεων μεταξύ των χωρών της γειτονικής περιοχής παραμένει παράγοντας ανησυχίας και αστάθειας στην Ευρώπη, πράγμα που ενδιαφέρει ιδιαίτερα τα κράτη μέλη της ΕΕ δεδομένου ότι η στρατιωτική επιτυχία του ΝΑΤΟ δεν μεταφράσθηκε σε πολιτική επιτυχία και η εθνοτική πόλωση παραμένει ιδιαίτερα οξυμένη,

ΙΓ.     λαμβάνοντας υπόψη ότι οποιαδήποτε δράση πρόληψης των συγκρούσεων, ανασυγκρότησης και σταθεροποίησης στην περιοχή, πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις δυνατότητες ενσωμάτωσης της Σερβίας και της περιοχής των Βαλκανίων ως συνόλου,

ΙΔ.     παρατηρώντας με ικανοποίηση ότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Santa Maria da Feira ενέκρινε έκθεση σχετικά με τις προτεραιότητες της ΕΕ για τις εξωτερικές σχέσεις στον τομέα της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων, υπογράμμισε ότι πρέπει να υποστηριχθεί αποτελεσματικά η πολιτική διοίκηση των κοινωνιών που βρίσκονται σε μετάβαση κατά τη διαχείριση των κρίσεων και αποφάσισε να ενισχύσει την ευρωμεσογειακή εταιρική σχέση καθώς και μια κοινή στρατηγική της ΕΕ έναντι της περιοχής της Μεσογείου, η οποία προβλέπει διάφορα σχέδια στον τομέα της δημοκρατίας, των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του κράτους δικαίου, της μετανάστευσης και του ασύλου (βλ. ιδιαίτερα τα σημεία 14, 22 και 23 του Παραρτήματος V των Συμπερασμάτων της Προεδρίας),

ΓΕΝΙΚΑ

<Action>1.       επιδοκιμάζει το γεγονός ότι το σχέδιο δράσης για την Αλβανία και τη γειτονική περιοχή λαμβάνει υπόψη στην ανάλυσή του τόσο τα οικονομικά όσο και τα κοινωνικά αίτια της μετανάστευσης·

 

2.       θεωρεί περίεργο το γεγονός ότι, παρά τις αρμοδιότητες που έχει η Ένωση μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης του Άμστερνταμ, το έργο της επεξεργασίας σχεδίου δράσης για την Αλβανία και τη γειτονική περιοχή έχει αναληφθεί από ομάδα εργασίας του Συμβουλίου και όχι από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή·

3.       επιδοκιμάζει τα ειδικά μέτρα που περιλαμβάνονται στο σχέδιο δράσης για τους τομείς του ασύλου και της μετανάστευσης καθώς και για άλλα θέματα στους τομείς της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων·

4.       εκφράζει τη λύπη του για την έλλειψη ισορροπίας, σε γενικές γραμμές, του σχεδίου δράσης το οποίο περιέχει κατά το μεγαλύτερο μέρος μέτρα που αποσκοπούν στον έλεγχο και στην καταστολή, τα οποία διαπνέονται από μια σύγχυση μεταξύ των αιτούντων άσυλο, των μεταναστών για κοινωνικοοικονομικούς λόγους και των διερχόμενων ατόμων· εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι για την έκδοση του σχεδίου δεν προηγήθηκε συζήτηση με τη συμμετοχή των πολιτών της χώρας και της γύρω περιοχής· επισημαίνει ότι οι συμφωνίες επανεισδοχής με χώρες πολιτικά ασταθείς, όπως η Αλβανία, δεν μπορούν να είναι ούτε εφαρμόσιμες, ούτε σύμφωνες με το πνεύμα και το γράμμα των διεθνών συνθηκών·       

 

5.       εκφράζει ανησυχία για την επισφαλή κατάσταση της Αλβανίας η οποία εκδηλώνεται με την πολιτική αστάθεια, τον εύθραυστο χαρακτήρα και το βίαιο ανταγωνισμό του κομματικού συστήματος, την κακή λειτουργία του συντάγματος και τη μη τήρηση των νόμων, το διοικητικό χάος, τη μεγάλη εγκληματικότητα, τη διαφθορά, την ανασφάλεια που οφείλεται στην απώλεια ελέγχου τμημάτων της επικράτειας από τα κυβερνητικά όργανα και την παράνομη κυκλοφορία όπλων, παρά τις σοβαρές προσπάθειες της Αλβανικής κυβέρνησης·

6.       υπενθυμίζει στην Αλβανία ότι, εάν δεν βελτιωθεί η εσωτερική ασφάλεια στην Αλβανία, περιλαμβανομένης της ασφάλειας και προστασίας των εθνικών μειονοτήτων, δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν ουσιαστικές κοινωνικές και οικονομικές βελτιώσεις·

7.       διαπιστώνει ωστόσο με ικανοποίηση και ελπίδα ότι διαμορφώνονται θετικές δυνάμεις που αξίζει να υποστηριχθούν, οι οποίες επιδιώκουν τον εκδημοκρατισμό, την ανάπτυξη της κοινωνίας, την ανασυγκρότηση, την προσέγγιση με την ΕΕ και αυτό ισχύει επίσης για τη γειτονική περιοχή της Αλβανίας και αποτελεί εν μέρει τον καρπό των γεγονότων στο Κοσσυφοπέδιο·

8.       ζητεί τη θέσπιση και την ενίσχυση – σε συνεργασία με το Συμβούλιο της Ευρώπης, την Ιταλία και την Ελλάδα (τη μόνη χώρα της ΕΕ που έχει κοινά σύνορα με την Αλβανία), τις δύο χώρες της ΕΕ που κατά κύριο λόγο υφίστανται την επίδραση της αστάθειας στην Αλβανία και αισθάνονται έντονα τις συνέπειες της παράνομης μετανάστευσης και της δράσης των εγκληματικών δικτύων – του διαλόγου μεταξύ των Ευρωπαίων υπευθύνων και των κεντρικών και τοπικών αρχών της Αλβανίας, κυρίως για την εδραίωση της πολιτικής προσέγγισης με την Ευρώπη, για τη συμβολή στην ανάδειξη των νέων ιθυνόντων της χώρας καθώς και για την υποστήριξη των νόμιμων δημοκρατικών θεσμών (κοινοβούλιο, τοπικές κοινότητες, οργάνωση της κοινωνίας των πολιτών) και για τη συνδρομή στην εύρυθμη λειτουργία του κράτους δικαίου και της δικαστικής και διοικητικής μηχανής καθώς και την υποστήριξη των ανεξάρτητων μέσων μαζικής ενημέρωσης·

9.       επισημαίνει ότι, ενώ το σχέδιο δράσης δίνει έμφαση σε μέτρα καταστολής της μετακίνησης ανθρώπων από την Αλβανία προς την ΕΕ, αυτά τα μέτρα δεν συνδυάζονται με μέτρα νομικής προστασίας και στοιχειώδους κοινωνικο-οικονομικής ασφάλειας για τους μετανάστες και πρόσφυγες που βρίσκονται στην Αλβανία·

10.        ζητεί κατά την υλοποίηση του σχεδίου δράσης να δοθεί η δυνατότητα δραστήριας συμμετοχής της τοπικής αυτοδιοίκησης, των μη κυβερνητικών οργανώσεων και εκπροσώπων του ΟΗΕ·

 

11.     ζητεί κατά την υλοποίηση του σχεδίου δράσης ιδιαίτερη έμφαση να δοθεί στην καταπολέμηση των προκαταλήψεων και των διακρίσεων εις βάρος των γυναικών και να αναγνωρισθούν τα δικαιώματα των μειονοτήτων στην Αλβανία·     

12.     ζητεί από την κυβέρνηση της Αλβανίας να εναρμονίσει τον τρόπο ανάλυσης στοιχείων και δεδομένων, ώστε να είναι συμβατός με αυτόν που χρησιμοποιεί η EUROSTAT·           

13.     ζητεί από την Επιτροπή και το Συμβούλιο καθώς και από όλα τα κράτη μέλη να υποστηρίξουν, στο πλαίσιο αυτών των μέτρων, της Αλβανία στις προσπάθειές της κατά της παράνομης μετανάστευσης καθώς και στον αγώνα κατά της διαφθοράς και του οργανωμένου εγκλήματος·          

14.     εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος των μέτρων τα οποία έχουν δημοσιονομική επίπτωση δεν καλύπτεται από τον προϋπολογισμό·

15.     θεωρεί ότι η επιτυχία αυτών των μεταρρυθμίσεων θα αποτελέσει επίσης αποφασιστικό παράγοντα για τη βελτίωση της οικονομικής κατάστασης στην εν λόγω χώρα, δεδομένου ότι μόνο με τον τρόπο αυτό ενθαρρύνονται επενδύσεις αλλοδαπών, οι οποίες είναι επειγόντως απαραίτητες και μπορούν να συμβάλουν στον εκσυγχρονισμό της απηρχαιωμένης οικονομικής δομής·

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ

16.     ζητεί τη θέσπιση νομικών μέσων ειδικά για τη μετανάστευση από την Αλβανία και τη γειτονική περιοχή, τα οποία θα μπορούσαν να βασισθούν στη μελέτη των πραγματικών αιτίων του φαινομένου και τα οποία θα κατορθώσουν να σπάσουν το φαύλο κύκλο του εμπορίου ανθρώπων και του οργανωμένου εγκλήματος, της διακίνησης όπλων, ναρκωτικών και κλεμμένων αυτοκινήτων, τα οποία συνδέονται σε μεγάλο βαθμό με την παράνομη μετανάστευση·

17.     τονίζει ότι, επειδή η μετανάστευση είναι ένα πολύπλοκο φαινόμενο που συνδέεται με πολιτικούς, ιστορικούς, κοινωνικούς και οικονομικούς παράγοντες και επειδή πολλοί πρόσφυγες και αιτούντες άσυλο, συνήθως δεν έχουν άλλη επιλογή από τη λαθραία είσοδο στην ΕΕ, η λαθρομετανάστευση δεν πρέπει να θεωρείται εγκληματική ενέργεια·

18.     επισημαίνει στο Συμβούλιο και την Επιτροπή ότι η υποστήριξη των διοικητικών μεταρρυθμίσεων, των μεταρρυθμίσεων του νομικού συστήματος και, επομένως, της νομικής ασφάλειας θα έχει σε μεγάλο βαθμό θετικές συνέπειες όσον αφορά τον αριθμό των Αλβανών που επιλέγουν να παραμείνουν στη χώρα τους και επομένως θα αναχαιτίσει άμεσα το μεταναστευτικό ρεύμα·                

19.     εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι η ένταξη στην κοινωνία των 15 κρατών μελών της ΕΕ των Αλβανών υπηκόων που διαμένουν μόνιμα σ' αυτά, όπως άλλωστε και των άλλων υπηκόων τρίτων χωρών, δεν θεωρείται ως προτεραιότητα αλλά περιορίζεται σε ένα και μόνον μέτρο (124 ιδ) στο τέλος του καταλόγου του σχεδίου δράσης και τονίζει ότι η Ευρωπαϊκή πολιτική ασύλου και μετανάστευσης πρέπει να στηρίζεται στην πλήρη εφαρμογή της Σύμβασης της Γενεύης, στο σεβασμό των διεθνών κειμένων περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων, παρέχοντας εγγυήσεις για την ατομική προστασία των προσφύγων και των οικογενειών τους·

20.     ζητεί την πλήρη εφαρμογή των άρθρων 29, 30, 31 και 34 της Συνθήκης ΕΕ, σχετικά με την αξιοποίηση της πείρας που έχει αποκτηθεί κατά την εφαρμογή των πρωτοκόλλων εκ μέρους των πλέον ενδιαφερόμενων κρατών μελών, για:

          -      την έναρξη συντονισμένων δράσεων με τη μέγιστη δυνατή συνεργασία της Europol προκειμένου να τεθεί τέρμα στα κυκλώματα σωματεμπορίας και πορνείας γυναικών και παιδιών και στις ενέργειες των εγκληματικών δικτύων της παράνομης διακίνησης μεταναστών τα οποία συχνά συνδέονται με δίκτυα στις χώρες προορισμού και διέλευσης της ΕΕ·

          -      τις νομοθετικές πρωτοβουλίες οι οποίες επιβάλλονται για το αδίκημα του λαθρεμπορίου ανθρώπων και της εκμετάλλευσής τους μέσω μαύρης εργασίας και πορνείας (βλ. μέτρο 124 στ)·

21.     ζητεί από την Επιτροπή και το Συμβούλιο να αναλάβουν συγκεκριμένες και αποτελεσματικές δράσεις, που θα έχουν ως στόχο τη συνεργασία με τις αλβανικές, ιταλικές και ελληνικές αρχές, προκειμένου να αναχαιτισθεί η συνεχής ροή λαθρομεταναστών – αλβανών υπηκόων και υπηκόων τρίτων χωρών – οι οποίοι, μέσω των θαλασσίων και χερσαίων συνόρων, εισέρχονται στα γειτονικά κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

22.     συνιστά τη συνέχιση και ενίσχυση των δράσεων κατάρτισης και ενημέρωσης σχετικά με την πραγματικότητα της παράνομης μετανάστευσης οι οποίες έχουν ειδικά σχεδιασθεί για τον "πληθυσμό κινδύνου" των σχετικών χωρών και την ενίσχυση των ομάδων αυτοβοήθειας·

23.     ζητεί περισσότερο αντικειμενική και περισσότερο ελεύθερη ενημέρωση καθώς και εξάλειψη των προκαταλήψεων και των στερεοτύπων εκ μέρους των μαζικών μέσων ενημέρωσης της ΕΕ·

24.     εκφράζει ανησυχία και αντιτίθεται στις νέες διαπραγματεύσεις και στην άνευ διακρίσεων εφαρμογή διμερών ή πολυμερών συμφωνιών επανεισδοχής μεταναστών, ειδικότερα στις περιπτώσεις όπου αφορούν μη αλβανικές μειονότητες ή απάτριδες, και ζητεί μια ενδεχόμενη συμφωνία που θα συναφθεί σε επίπεδο Ένωσης να είναι ειδικά διαρθρωμένη γι' αυτό το σκοπό· απαιτεί να ληφθούν υπόψη οι ανάγκες των τοπικών κοινοτήτων οι οποίες πρέπει να βοηθηθούν προκειμένου να μπορέσουν να ανταπεξέλθουν επιτυχώς στην επανένταξη των ατόμων που επιστρέφουν·

ΑΣΥΛΟ

25.     ζητεί από τους πολιτικούς υπεύθυνους της Αλβανίας και της όμορης περιοχής, από τα θεσμικά όργανα της ΕΕ, την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες και από τις ΜΚΟ να συμβάλουν αποφασιστικά στη δημιουργία του συστήματος ασύλου στην Αλβανία και στη γειτονική περιοχή, στο βαθμό που αυτές οι χώρες διαδραματίζουν και θα μπορούσαν ίσως να διαδραματίσουν το ρόλο της χώρας υποδοχής, δίνοντας έμφαση στην εγγύηση πρόσβασης στις διαδικασίες χορήγησης ασύλου, στις εγκαταστάσεις υποδοχής προσφύγων και σε μέτρα κοινωνικής ενσωμάτωσης, ώστε να αποφευχθεί η συνεχής μετακίνηση των μεταναστών και προσφύγων·

26.     ζητεί, για το λόγο αυτό, από την Επιτροπή να διασφαλίσει την ενεργότερη δυνατή συμμετοχή ΜΚΟ στην επεξεργασία και υλοποίηση σχεδίων·

27.     υπενθυμίζει ότι, βάσει της Σύμβασης της Γενεύης, κανένα κράτος δεν μπορεί να απελάσει ή να επιστρέψει πρόσφυγες, με κανένα τρόπο, στη χώρα καταγωγής τους ή σε τρίτη χώρα όπου υπάρχει κίνδυνος να διωχθούν και ότι η επιστροφή των προσφύγων, των εκτοπισμένων και εκείνων στους οποίους είχε παρασχεθεί προσωρινή προστασία,  μπορεί να γίνει μόνον σε εθελοντική βάση, λόγω μη εφαρμογής της ρήτρας επαναπροώθησης, και στο βαθμό που είναι ικανοποιητικές και διαρκείς οι δυνατότητες επανένταξης και που, σε γενικές γραμμές, έχουν διαπιστωθεί εκ των προτέρων σοβαρές συνθήκες ασφάλειας·

28.     ζητεί την επανένταξη ατόμων στο Κοσσυφοπέδιο με παράλληλη παροχή βοήθειας για τις πλέον ευάλωτες κατηγορίες όπως οι ηλικιωμένοι, οι μη συνοδευόμενοι ανήλικοι, οι ανάπηροι, οι τραυματισμένοι ή ασθενείς και οι γυναίκες, εξασφαλίζοντας επίσης πραγματικές συνθήκες ασφαλείας·

29.     απαιτεί από τα κράτη μέλη να μην προβούν στην εκτέλεση μέτρων επανεισδοχής στην Αλβανία ατόμων των οποίων οι αιτήσεις παροχής ασύλου απορρίφθηκαν ή δεν εξετάστηκαν καν, εάν δεν έχουν ενισχυθεί σοβαρά οι διοικητικές δομές που είναι αρμόδιες για την εξέταση των αιτήσεων (βλ. μέτρο 124 α)· συμφωνεί με την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες ότι, προς το παρόν, η Αλβανία δεν μπορεί να θεωρηθεί "ασφαλής τρίτη χώρα" όπου οι πρόσφυγες μπορούν να βρουν αποτελεσματική προστασία·

30.         υποστηρίζει τις προπαρασκευαστικές εργασίες της Επιτροπής όσον αφορά την επεξεργασία συμφωνίας σταθερότητας και εταιρικής σχέσης μεταξύ της ΕΕ και της Αλβανίας.

***

31.     αναθέτει στην Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο, την Επιτροπή, στην Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες καθώς και στην κυβέρνηση και το κοινοβούλιο της Αλβανίας.


 ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

 

Ι.          Η ΟΜΑΔΑ ΥΨΗΛΟΥ ΕΠΙΠΕΔΟΥ

 

 

Το σχέδιο δράσης για την Αλβανία αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου πειραματικού σχεδίου, που περιλαμβάνει πέντε ακόμη χώρες : Αφγανιστάν και όμορες περιοχές, Μαρόκο, Σομαλία , Σρι Λάνκα και Ιράκ. Το σχέδιο εκπονήθηκε από την Ομάδα Υψηλού Επιπέδου για το Άσυλο και τη Μετανάστευση, η οποία συγκροτήθηκε στις 7/8 Δεκεμβρίου 1998, με εντολή του Συμβουλίου.  Βασικός σκοπός του σχεδίου είναι η ανάσχεση της μετανάστευσης προς τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γι’ αυτό και οι στατιστικές  σχετικά με τις μεταναστευτικές ροές  και τις αιτήσεις ασύλου απετέλεσαν το κύριο κριτήριο επιλογής των χωρών. Άλλα κριτήρια που ελήφθησαν υπόψη ήταν οι δυνατότητες επιτυχίας των σχεδίων δράσης και η συναίνεση των κρατών, καθώς και η γεωγραφική εξισορρόπηση. Η εμπειρία και η γνώση που θα αποκτηθεί από την εφαρμογή των προγραμμάτων θα αξιοποιηθεί κατά τη διαμόρφωση μίας κοινής και ολοκληρωμένης ευρωπαϊκής πολιτικής για το άσυλο και τη μετανάστευση. 

 

Τα σχέδια δράσης περιλαμβάνουν ανάλυση της πολιτικής και οικονομικής κατάστασης  των χωρών, καθώς και της κατάστασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ενώ επιχειρείται  ανάλυση των αιτίων και των λόγων που ωθούν  στη μετανάστευση  και προτείνονται μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα μέτρα, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης συνεργασίας της  Ένωσης  σε πολιτικό, οικονομικό και ανθρωπιστικό επίπεδο, καθώς και σε θέματα ανάπτυξης και εσωτερικών υποθέσεων με τις εν λόγω χώρες. Μερικά από τα προτεινόμενα μέτρα είναι άνευ πρακτικής αξίας, κάποια είναι χρήσιμα, αλλά κανένα ασφαλώς δεν πρόκειται να ανατρέψει τα αντιδημοκρατικά καθεστώτα. Είναι φανερό, πως οι συγγραφείς των  σχεδίων, ενώ αναγνωρίζουν την κρίσιμη πολιτική κατάσταση των εν λόγω χωρών και τις συνεχείς παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ωστόσο, ενδιαφέρονται περισσότερο για το πώς θα περιορίσουν την τάση φυγής, παρά  για τη δυνατότητα παροχής προστασίας σε διωκόμενους  πολίτες.  Όσον αφορά τις συμφωνίες επανεισδοχής, στερούνται οποιουδήποτε πολιτικού ρεαλισμού, λόγω της πολιτικής  αστάθειας και της απουσίας  κράτους δικαίου στις επιλεγείσες χώρες.

 

Στη περίπτωση της Αλβανίας και της γειτονικής περιοχής, το σχέδιο δράσης  είχε υποβληθεί, ως προσωρινή έκθεση, ήδη από το φθινόπωρο του 1999, ενεκρίθη από το Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων της 13ης και 14ης Ιουνίου 2000 και όπως δείχνουν τα πράγματα  υπάρχουν  δυνατότητες πολυτομεακής συνεργασίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ωστόσο, θα πρέπει να τονιστεί η ανάγκη συντονισμού μεταξύ των διαφόρων ομάδων διαπραγμάτευσης  και διαβούλευσης :  του διμερούς διαλόγου  ΕΕ-Αλβανίας  σε υπουργικό επίπεδο και σε επίπεδο υψηλόβαθμων στελεχών διοίκησης, της αποστολής του ΟΟΣΑ, των διεθνών διασκέψεων για την Αλβανία, της ομάδας  «ΦΙΛΟΙ ΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΑΣ» , της  αποστολής παρατηρητών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του Συμφώνου Σταθερότητας για την Νοτιοανατολική Ευρώπη και της διαδικασίας που αποσκοπεί στην έναρξη διαπραγματεύσεων για τη σύναψη συμφωνίας σύνδεσης και σταθεροποίησης.

 

Όσον αφορά την διάρθρωση του σχεδίου δράσης για την Αλβανία και την παραμεθόρια περιοχή το σχέδιο περιλαμβάνει:

 

-                     εξωτερική πολιτική: 6 μέτρα (ουδεμία οικονομική επιβάρυνση)·

-                     οικονομική ανάπτυξη και συνεργασία: 9 μέτρα (όλα συνεπάγονται οικονομική επιβάρυνση, με συγκεκριμένη αναφορά του αντίστοιχου κονδυλίου του προϋπολογισμού)·

-                     δικαιοσύνη και εσωτερικές υποθέσεις, άσυλο και μετανάστευση:  15 μέτρα εκ των οποίων το ένα υποδιαιρείται σε τρία τμήματα (12 με οικονομική επιβάρυνση, πέντε όμως μόνον με συγκεκριμένη αναφορά του αντίστοιχου κονδυλίου του προϋπολογισμού).

 

Τα μέτρα, μεταξύ των άλλων, στοχεύουν στην ενίσχυση των δημοκρατικών θεσμών, των μη κυβερνητικών οργανώσεων και της κοινωνίας των πολιτών, στην ανάπτυξη ανεξαρτήτων μέσων ενημέρωσης,  στην ευαισθητοποίηση για τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την πρόληψη και τη καταπολέμηση της διαφθοράς, καθώς και μέτρα για την ενίσχυση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης  και ενδυνάμωσης της ικανότητας για την αντιμετώπιση αιτημάτων ασύλου, σύμφωνα με τους διεθνείς κανόνες.  

 

ΙΙ.        ΣΥΝΤΟΜΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ [2]

 

Η Αλβανία, όπως και τα υπόλοιπα βαλκανικά κράτη, έχει σημαδευτεί από την επί πέντε αιώνες Οθωμανικής κυριαρχίας και την κληρονομιά των κομμουνιστικών καθεστώτων. Πολιτικά η Αλβανία, όπως και η Βουλγαρία, η Γιουγκοσλαβία και η Ρουμανία είναι δημιουργήματα του 19ου και 20ου αιώνα, ως επακόλουθο της διάλυσης της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και της επέμβασης των μεγάλων δυνάμεων. Σύμφωνα με τον Robert  Lee Wolf,  αποτέλεσμα αυτής της ιστορικής εμπειρίας, υπήρξε ο βίαιος εθνικισμός  που χαρακτηρίζει τόσο την εσωτερική, όσο και τη διεθνή πολιτική συμπεριφορά  και των τεσσάρων αυτών κρατών. Καμιά από αυτές τις χώρες  δεν έζησε επί μακρόν χωρίς κάποιου τύπου εξωτερική επέμβαση, ώστε να αναπτύξει ισχυρή παράδοση δημοκρατικής διακυβέρνησης. Οι Αλβανοί μιλούν τη δική τους γλώσσα και υποστηρίζουν ότι είναι  απόγονοι των αρχαίων Ιλλυριών.  Ωστόσο, οι μεγάλες δυνάμεις συνειδητοποίησαν την ύπαρξή τους στη διάρκεια μόλις  της Βαλκανικής  κρίσης του 1875-1878 και ευνόησαν τη δημιουργία Αλβανικού κράτους, κυρίως για τον περιορισμό των γειτονικών κρατών - Ελλάδα, Σερβία και Μαυροβούνιο.

 

Η σύναψη των Συνθηκών του Αγίου Στεφάνου και του Βερολίνου το 1878 και η απόδοση στο Μαυροβούνιο αρκετών  περιοχών  με Αλβανικό πληθυσμό, πυροδότησε τον Αλβανικό εθνικισμό, ο οποίος προσέλαβε συγκεκριμένη μορφή στο Κοσσυφοπέδιο, με τη δημιουργία της "Αλβανικής Συμμαχίας" που διεκδικούσε αυτονομία για τα Αλβανικά εδάφη,  κάτω από Οθωμανική κυριαρχία. Τότε εμφανίστηκαν και οι πρώτες  αναφορές στο Αλβανικό Έθνος, ενώ η προσπάθεια για  πολιτισμική και γλωσσική ενότητα  συνεχίστηκε σε όλη τη δεκαετία του 1880, την ίδια ώρα που τα άλλα κράτη της περιοχής  είχαν εμπλακεί στις δικές τους εκστρατείες προσάρτησης  εδαφών και υπέφεραν από τις επεμβάσεις των μεγάλων δυνάμεων.  

Στο πολιτικό μέτωπο οι Αλβανοί ηγέτες ήταν πολύ διστακτικοί εκτιμώντας ότι δεν ήταν ώριμα τα πράγματα για ανεξαρτησία. Ωστόσο, η επανάσταση των Νεότουρκων το 1908 και   η προσπάθεια βίαιης οθωμανανοποίησης, καθώς  και η άρνηση αναγνώρισης  του Αλβανικού Έθνους προκάλεσε τον ξεσηκωμό εναντίον των Τούρκων το 1909-1911.  Ως ανεξάρτητο κράτος αναγνωρίστηκε το 1913, ενώ το 1920 έγινε μέλος της Κοινωνίας των Εθνών.

 

Η ανάδειξη της Αλβανίας  σε δορυφορικό κράτος της Γιουγκοσλαβίας μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο είχε μια έντονη εθνικιστική διάσταση, ενώ τα σχέδια του Τίτο για προσάρτηση της Αλβανίας με στόχο τη μεγάλη Γιουγκοσλαβία δεν ευοδώθηκαν.  Η ρήξη του Τίτο με τον Στάλιν το 1948 διευκόλυνε την ρήξη της  Αλβανίας με τη Γιουγκοσλαβία , την εγκαθίδρυση του πιο σκληρού και απομονωμένου καθεστώτος  και τον εναγκαλισμό της πότε με τον Στάλιν και πότε με τη Κίνα,  υπό την ηγεσία του Εμβέρ  Χότζα που κυβέρνησε τη χώρα από το 1944 μέχρι το θάνατό του το 1985. 

 

Η μεταψυχροπολεμική εποχή στη δεκαετία του 1990 σημαδεύτηκε από έντονες διαδηλώσεις μαθητών,  απεργίες των ανθρακωρύχων, κατάρρευση  του πολιτικού και  οικονομικού συστήματος,  ανεργία, ελλείψεις τροφίμων, διοικητικό χάος  σε ολόκληρη τη χώρα, μαζική μετακίνηση αγροτών προς τα Τίρανα και ταυτόχρονη  έξοδο χιλιάδων Αλβανών  προς τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κυρίως προς την Ιταλία και την Ελλάδα.

 

Κατά την ίδια περίοδο γεγονότα πέρα από τα σύνορα άρχισαν να επηρεάζουν τον πολιτικό προσανατολισμό της Αλβανίας.  Η προσοχή επικεντρωνόταν κυρίως στο Κοσσυφοπέδιο  και στο Τέτοβο.  Σε αυτό το πλαίσιο Αλβανοί και Κοσσοβάροι διανοούμενοι ανέλαβαν πρωτοβουλία τον Οκτώβρη του 1991  για τη δημιουργία μίας  Συνέλευσης  για την Εθνική Συμφιλίωση  και την Ενότητα που θα έβγαζε τη χώρα από τη βαθιά κρίση  και θα αποκαθιστούσε την εθνική της αξιοπρέπεια.  Έτσι η Αλβανία  εισήλθε στη  μετακομμουνιστική  εποχή  με κατεστραμμένη  οικονομία  και παράλληλα  πιεζόμενη από τη διασπορά και από εθνικιστικές ομάδες  για τη συνένωση όλων των κατοικουμένων από Αλβανούς  εδαφών επιβεβαιώνοντας, ακόμη μια φορά, τη στενή σχέση ανάμεσα στην οικονομική  δυσπραγία  και τον εθνικισμό.

 

Η τρέχουσα πολιτική κατάσταση χαρακτηρίζεται από αστάθεια, απουσία της κοινωνίας των πολιτών, τόσο στην Αλβανία, όσο και στη γύρω περιοχή, με την έννοια της αυτόνομης πολιτικής αντίληψης της εθνότητας και άνοδο του εθνικισμού, προκειμένου να καλυφθεί το κενό από την απουσία κράτους στην ανάπτυξη θεσμών. Η χώρα δεν έχει ακόμη συνέλθει από την κατάρρευση των "πυραμίδων" το 1997 που παρέλυσαν την οικονομική, την πολιτική και την κοινωνική ζωή, ενώ η έντονη πόλωση χαρακτηρίζει τον πολιτικό κόσμο.

 

Το μέλλον του Κοσσυφοπεδίου είναι ένα πολύ κρίσιμο ζήτημα. Όσοι γνωρίζουν καλά την περιοχή υποστηρίζουν ότι  οποιαδήποτε λύση οφείλει να λαμβάνει υπόψη την κατάσταση της περιοχής συνολικά. Τα ζητήματα που εγείρουν οι Αλβανοί στο Κοσσυφοπέδιο και στην Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας  συνιστούν δύο διαφορετικά αλλά συναφή προβλήματα στα Βαλκάνια σήμερα. Η συνάφειά τους συνίσταται στο ότι για την Αλβανία οι Αλβανικές μειονότητες  στο εξωτερικό αποτελούν το Εθνικό Ζήτημα και μολονότι για τους περισσοτέρους Αλβανούς η Μεγάλη Αλβανία αποτελεί μύθο,  δεν θα πρέπει  ωστόσο να  υποτιμάται.

Από τους μεγαλύτερους κινδύνους για την ειρήνη  και την ασφάλεια στη περιοχή  θα ήταν να παραμερισθεί και να απομονωθεί η Αλβανία και η γύρω περιοχή από τις χώρες της Ευρωπαϊκής ΄Ένωσης.  Χωρίς μια σοβαρή προσπάθεια οικοδόμησης δημοκρατικών θεσμών, η Αλβανία δεν μπορεί να είναι αξιόπιστος περιφερειακός εταίρος.  Αλλαγές μπορούν να προκύψουν μόνον αν η Ευρώπη αποδεχθεί το γεγονός ότι η Νοτιοανατολική Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης φυσικά και της Σερβίας, είναι αναπόσπαστο μέρος της ηπείρου. Στα Βαλκάνια σήμερα δοκιμάζεται η ικανότητα της Ένωσης να διευθετεί κρίσεις και να προάγει την οικονομική ανάπτυξη και την σταθερότητα σε περιοχές που υποφέρουν από συγκρούσεις.

 

III. ΤΟ ΑΣΥΛΟ ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ 

 

Οι στατιστικές της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους πρόσφυγες αναφέρουν ότι ήδη από του τέλους του θέρους του 1998, λόγω της κρίσης στο Κοσσυφοπέδιο, είχαν καταμετρηθεί μερικές εκατοντάδες χιλιάδες εκτοπισμένων, τα τρία τέταρτα των οποίων είχαν εγκαταλείψει τις εστίες τους στο Κοσσυφοπέδιο.

 

Με την παράταση των εχθροπραξιών, τα άτομα αυτά είχαν αρχίσει να αναζητούν καταφύγιο στην Αλβανία, στην πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, στο Μαυροβούνιο και αλλού. Από τα τέλη Μαρτίου 1999, περισσότεροι από ένα εκατομμύριο κάτοικοι του Κοσσυφοπεδίου αλβανικής καταγωγής είχαν υποχρεωθεί να εγκαταλείψουν τις εστίες τους, και οι μισοί σχεδόν από αυτούς, στο τέλος των εχθροπραξιών, βρέθηκαν στην Αλβανία (περίπου 450.000). Άλλοι 250.000 κατέφυγαν στην πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, 21.700 στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη και 70.000 στο Μαυροβούνιο.

 

Μερικές εκατοντάδες χιλιάδες παρέμειναν στην επαρχία του Κοσσυφοπεδίου, έχοντας μετακινηθεί από τις εστίες τους, και 10.000 περίπου μετακινήθηκαν στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής ΄Ένωσης όπου βρήκαν προστασία στο πλαίσιο των διαδικασιών αίτησης ασύλου, της προσωρινής προστασίας ή άλλου είδους προστασίας. Βάσει των συμφωνιών που συνήφθησαν σε διεθνές επίπεδο και σε συνεργασία με την Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες, οι κάτοικοι του Κοσσυφοπεδίου αλβανικής καταγωγής έγιναν δεκτοί και έτυχαν προστασίας, πράγματι, κατά κύριο λόγο εντός  του Κοσσυφοπεδίου.

 

Η δημιουργία βιώσιμων πολιτικών και οικονομικών διαρθρώσεων, δηλαδή ένα ασφαλές περιβάλλον, αποτελεί θεμελιώδη προϋπόθεση για την επιστροφή των προσφύγων και των εκτοπισμένων. Σήμερα, έχει διαπιστωθεί ότι η πλειονότητα των μετακινηθέντων έχουν επιστρέψει στο Κοσσυφοπέδιο (αν όχι και στις εστίες τους λίγες εβδομάδες μετά την υπογραφή της ειρηνευτικής συμφωνίας (Ιούνιος 1999). Μέχρι τα μέσα Μαρτίου 2000 περισσότερα από 830.000 άτομα έχουν επιστρέψει στο Κοσσυφοπέδιο και εξακολουθεί να υπάρχει από τότε σοβαρός κίνδυνος διώξεων και μεροληπτικής συμπεριφοράς εις βάρος των Σέρβων και άλλων μειονοτήτων της περιοχής, όπως των Ρομ.

 

Δυστυχώς η έκκληση του ειδικού αντιπροσώπου Bernard Kouchner να αποφευχθεί η υπερφόρτωση του Κοσσυφοπεδίου με μαζικές επιστροφές, δεν εισακούστηκε και οι ρυθμοί επανόδου των προσφύγων παραμένουν έντονοι. Πολλές εκθέσεις διεθνών οργανισμών και μη κυβερνητικών οργανώσεων υπογραμμίζουν την ανασφάλεια που επικρατεί ακόμη στην περιοχή[3] και την απουσία έννομης τάξης.

 

Ιδιαίτερα τονίζεται ότι τα κράτη που προσέφεραν προστασία στους αλβανούς κατοίκους του Κοσσυφοπεδίου κατά τη διάρκεια της κρίσης, παρά το γεγονός ότι η σύγκρουση τελείωσε, έχουν καθήκον να συνεχίσουν να προσφέρουν προστασία στα άτομα που ακόμη τη χρειάζονται. H σταθερότητα στο Κοσσυφοπέδιο σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται από τη βούληση της ΕΕ να συμφωνήσει σε μια σταδιακή και συντονισμένη επιστροφή των προσφύγων στην περιοχή. Ιδιαίτερα το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες και Εξορίστους (European Council on Refugees and Exiles – ECRE) και η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, ζητά από τα κράτη μέλη να παρατείνουν την προστασία που παρέχουν για ανθρωπιστικούς λόγους, σύμφωνα με τη Συνθήκη του 1951 σε άτομα που φοβούνται διώξεις λόγω των διακρίσεων σε βάρος τους (μειονότητες, άτομα μικτής εθνικής καταγωγής, άτομα που είχαν σχέσεις με Σέρβους μετά το 1990, άτομα που αντιτάχθηκαν στον απελευθερωτικό στρατό, ανάπηροι, ασθενείς, υπερήλικες, παιδιά χωρίς οικογένειες, κλπ). Ο επαναπατρισμός θα πρέπει να πραγματοποιηθεί κάτω από συνθήκες αξιοπρέπειας, ασφάλειας και συναίνεσης των ενδιαφερομένων.

 

Από την πλευρά της διεθνούς κοινότητας και ιδιαίτερα της ΕΕ, χρειάζεται κατάλληλος σχεδιασμός και συντονισμός της επιστροφής των προσφύγων αλλά και προγράμματα βοήθειας για την ανοικοδόμηση και την αποκατάσταση της ηρεμίας στην περιοχή. Η διαδικασία του Συμφώνου Σταθερότητας είναι κλειδί για την επιστροφή μεγαλύτερου αριθμού προσφύγων και την εξεύρεση βιώσιμων λύσεων στην περιοχή. Οι κυβερνήσεις, οι μη κυβερνητικές οργανώσεις και οι διεθνείς οργανισμοί θα πρέπει να εξασκήσουν την επιρροή τους, ώστε το Σύμφωνο να μη μείνει μόνο στα λόγια αλλά να γίνει πραγματικότητα.

 

Στο πλαίσιο της διαδικασίας για περαιτέρω επεξεργασία του σχεδίου δράσης για την Αλβανία και την παραμεθόρια περιοχή, και δεδομένου ότι η Αλβανία δε διαθέτει εμπειρία σε θέματα ασύλου και δεν μπορεί να θεωρηθεί ασφαλής χώρα, ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να αποδοθεί στα εξής:

 

-                     δημιουργία αλβανικού συστήματος παροχής ασύλου, βάσει της Σύμβασης της Γενεύης, που θα διασφαλίζει την εφαρμογή του με ειδικευμένο προσωπικό, θα διαθέτει τα κατάλληλα μέσα και τις κατάλληλες δομές (σε εφαρμογή του νέου αλβανικού συντάγματος του Νοεμβρίου 1998 και του νέου σχετικού νόμου του Δεκεμβρίου 1998) και θα παράσχει πραγματική προστασία των αιτούντων άσυλο και των προσφύγων στην περιοχή·

-                     συνεργασία με την Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες προκειμένου να υιοθετηθούν σωστές διαδικασίες ανάκρισης και έρευνας·

-                     σχετικά με την επιστροφή των αιτούντων άσυλο των οποίων οι αιτήσεις είχαν απορριφθεί και την εκτέλεση των συμφωνιών για την εκ νέου υποδοχή τους, εφόσον έχει ελεγχθεί η ασφάλεια του τόπου επιστροφής, μπορεί να ακολουθηθεί το παράδειγμα μικρής ομάδας  κρατών μελών της Ευρωπαϊκής ΄Ένωσης που άρχισαν να εφαρμόζουν μία περιφερειακή προσέγγιση (πρωτόκολλα συνεννόησης που αφορούν την υποχρέωση εκ νέου υποδοχής των πολιτών υπό συνθήκες ασφάλειας και αξιοπρέπειας, κάλυψη των δαπανών ταξιδίου και οικονομικά βοηθήματα κατά την άφιξη και κατά την αναχώρηση, προσφορά επαγγελματικής επιμόρφωσης σε όσους επιστρέφουν).  Το μέτρο 124 ε) τρίτο σημείο θα πρέπει να αξιοποιηθεί προς αυτήν την κατεύθυνση .

 

IV.  ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ ΚΑΙ  ΛΑΘΡΟΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ

 

Η Αλβανία είναι ταυτοχρόνως χώρα προέλευσης και διέλευσης μεταναστευτικών ρευμάτων που κατευθύνονται προς τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Από το 1990 έως το 1997 το 15% περίπου του Αλβανικού πληθυσμού εγκατέλειψε την χώρα για λόγους κυρίως οικονομικούς και δημόσιας τάξης αλλά και λόγω της ισχυρής έλξης που ασκούν παράγοντες όπως η έντονη παρουσία αλβανικών κοινοτήτων σε ορισμένες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η επίδραση που ασκείται από τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά προγράμματα ή γνώση της γλώσσας της χώρας προορισμού.

 

Τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας καταδεικνύουν ότι οι Αλβανοί  αποτελούν το σημαντικότερο ποσοστό πολιτών προερχόμενων από εξωκοινοτικές χώρες  στην Ιταλία και την Ελλάδα. Στην Ιταλία μάλιστα αποτελούν την πλειονότητα των τυπικώς τακτοποιημένων μεταναστών.

 

Οι αλλοδαποί που διαμένουν   νόμιμα στα κράτη μέλη θα έπρεπε πράγματι να ενσωματωθούν κοινωνικά  μέσα από συγκεκριμένα μέτρα: Στην προκειμένη περίπτωση, το σχέδιο δράσης για την Αλβανία, όπως και αυτά που προηγήθηκαν, αποδεικνύεται ιδιαίτερα ανεπαρκές, λόγω ίσως και της ανυπαρξίας μιας κοινής και ολοκληρωμένης πολιτικής της Ένωσης για το άσυλο και τη μετανάστευση (μέτρο 124ν, το οποίο δεν παρέχει καμία συγκεκριμένη λεπτομέρεια, αναφέρεται όμως στο κοινοτικό πρόγραμμα ΕQUΑL). Η ενδεχόμενη πολιτική της Ευρωπαϊκής ΄Ένωσης εν προκειμένω θα μπορούσε να βασίζεται στην "συνδιαχείριση" των μεταναστευτικών ρευμάτων μεταξύ των χωρών της ΄Ένωσης, (συμπεριλαμβανομένων και των υποψήφιων χωρών), των χωρών προέλευσης και των χωρών διέλευσης. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει ήδη επανειλημμένα τονίσει την ανάγκη να αποκτήσει η Ένωση ένα νόμιμο μεταναστευτικό δίαυλο, εφοδιασμένο με διατάξεις οι οποίες να συνιστούν ένα "καθεστώς" για όσους μετανάστες εισήλθαν και διαμένουν νόμιμα στην Ευρώπη.

 

Όσον αφορά τη λαθρομετανάστευση, η προσοχή μας δεν πρέπει να επικεντρώνεται σχεδόν αποκλειστικά, όπως συμβαίνει με το Σχέδιο Δράσης, στις συμφωνίες επανεισδοχής ( λόγου χάρη, μέτρο 124 η και ι). Είναι γεγονός ότι δίκτυα διακινητών οργανώνουν το ταξίδι των υποψήφιων μεταναστών,  και η φήμη αυτών των οργανώσεων σε συνδυασμό με την απουσία νόμιμης μεταναστευτικής οδού, ωθεί ολοένα και περισσότερα άτομα διάφορων εθνικοτήτων να επιχειρούν το πέρασμα προς τις χώρες της  Ένωσης μέσω της Αλβανίας. Συχνά οι διακινητές λαθρομεταναστών  είναι και διακινητές ναρκωτικών και όπλων και διαθέτουν καλές επαφές με άλλες εγκληματικές οργανώσεις, ιδιαίτερα στην Ιταλία, την Ελλάδα και την Τουρκία. Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά την πρόσφατη επίσκεψη στα Τίρανα του Έλληνα Υπουργού Δημόσιας Τάξης, κ. Χρυσοχοΐδη, συμφωνήθηκε η δημιουργία, στη Νότια Αλβανία, Διεθνούς Κέντρου κατά των εγκληματικών οργανώσεων και της διακίνησης λαθρομεταναστών.

 

Ωστόσο, η εισηγήτρια εκτιμά ότι η επικέντρωση της προσοχής στην αντιμετώπιση των διακινητών μεταναστών δε βοηθά στην κατανόηση και τη σωστή διαχείριση του φαινομένου της μετανάστευσης. Οι διακινητές τελικά εισπράττουν την εχθρότητα και την άρνηση των πλουσίων χωρών να δεχθούν πρόσφυγες ή μετανάστες. Η οργή κατά των δουλεμπόρων σε μεγάλο βαθμό, βοηθά στη συγκάλυψη των ξενόφοβων και ρατσιστικών αντιλήψεων. Το γεγονός ότι συχνά οι διακινητές σώζουν ανθρώπινες ζωές από διώξεις ολοκληρωτικών καθεστώτων, ότι προσφέρουν υπηρεσίες σε πρόσφυγες που προστατεύονται από τη Σύμβαση της Γενεύης και σε απελπισμένους , για τους οποίους, όλοι οι άλλοι δρόμοι είναι κλειστοί, αποσιωπάται παντελώς. Η αντιμετώπιση λοιπόν των διακινητών σαν να είναι το γενεσιουργό αίτιο της μετανάστευσης ή η δημιουργία εντυπώσεων ότι αν εξέλιπαν αυτοί θα εξέλιπαν και οι λαθρομετανάστες, δεν προσφέρει στην αναζήτηση μιας ολοκληρωμένης και ανοιχτής ευρωπαϊκής πολιτικής για το άσυλο και τη μετανάστευση

 

Εν αναμονή αυτής της πολιτικής είναι λογικό να δοθεί προσοχή στα εξής:

 

-                     λήψη κοινών μέτρων για την καταπολέμηση της εκμετάλλευσης των μεταναστών από δίκτυα δουλεμπόρων·

-                     επιμόρφωση και ανταλλαγή εμπειριών σχετικά με τα νομικά θέματα που αφορούν τη διέλευση των συνόρων και τα πλαστά έγγραφα·

-                     διαβίβαση των πληροφοριών σχετικά με το δουλεμπόριο, τη διακίνηση γυναικών με σκοπό την πορνεία, τα ναρκωτικά και τα όπλα, στα διαπιστευμένα όργανα ελέγχου των ενδιαφερομένων χωρών·

-                     μελέτη αποτελεσματικών και κατά το δυνατόν ακίνδυνων τεχνικών για τον έλεγχο των θαλασσίων συνόρων·

-                     αντιμετώπιση με ιδιαίτερη ευαισθησία του διαλόγου με τις χώρες προέλευσης των μεταναστών στα σημεία όπου εντοπίζεται σταθερή διέλευση προς την Αλβανία ή την παραμεθόριο περιοχή·

-                     υποστήριξη των τοπικών κοινωνιών (λ.χ., μέτρο 123ι) και 124κ.) όσον αφορά την επανένταξη των παλιννοστούντων και τη συμμετοχή τους σε προγράμματα τοπικής ανάπτυξης.

 

V.        Ο ΣΕΒΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΥ, Η ΑΣΦΑΛΕΙΑ

 

Οι χώρες που επιλέγονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση για οποιαδήποτε συνεργασία πρέπει να σέβονται πλήρως τις διεθνείς υποχρεώσεις τους, να καταδικάζουν τη βία και τις συμμορίες, να διαθέτουν σχετική νομοθεσία και να διασφαλίζουν ότι εγκλήματα όπως εκτελέσεις με συνοπτικές διαδικασίες, ακρωτηριασμοί, σκληρή, απάνθρωπη ή εξευτελιστική συμπεριφορά, καθώς και η βία κατά των γυναικών και των ανηλίκων θα διώκονται· εξάλλου, οι χώρες στόχοι θα πρέπει να καταπολεμήσουν τις διακρίσεις με βάση το φύλο ή τις σεξουαλικές προτιμήσεις και να προωθήσουν την ανοχή και τον σεβασμό των δικαιωμάτων των μειονοτήτων.

 

Παρά τις σημαντικές προσπάθειες που κατεβλήθησαν από την κυβέρνηση από τα τέλη του 1997, η Αλβανία εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από σοβαρό έλλειμμα δημόσιας τάξης και ασφάλειας σε μεγάλο τμήμα της χώρας, από μία αύξουσα εγκληματικότητα, από διαφθορά, ενώ η αστυνομία και τα δικαστήρια αντιμετωπίζουν την κατάσταση αυτή με ανεπαρκέστατα μέσα.

 

Όσον αφορά την λειτουργία του κράτους δικαίου, η Κοινότητα σε συνεργασία με το Συμβούλιο της Ευρώπης, επικέντρωσε τις προσπάθειές της στη μεταρρύθμιση των θεσμικών οργάνων του κράτους, όπως των υπουργείων και στη δημιουργία ενός κατάλληλα νομικού και θεσμικού πλαισίου για τη δημόσια διοίκηση (αστυνομία, δικαστική εξουσία, τελωνεία, καταπολέμηση της απάτης και της διαφθοράς).

 

Η Κοινότητα είναι ανάγκη να συνεχίσει να υποστηρίζει την Αλβανία στο έργο της ενίσχυσης του κράτους δικαίου, της έννοιας της υπηκοότητας καθώς και στην επεξεργασία νέας νομοθεσίας.

 

Προς τον σκοπό αυτό το σχέδιο δράσης προβλέπει:

 

-                     στο μέτρο 123α), μεταξύ άλλων, την επιθυμία να σημειωθεί πρόοδος στο θέμα της σταθεροποίησης και του εκδημοκρατισμού της Αλβανίας, υποστηρίζοντας τα κρατικά θεσμικά όργανα της χώρας και τη διοικητική μεταρρύθμιση (τελωνεία, δικαιοσύνη και αστυνομία)·

-                     στο μέτρο 123δ), την υποστήριξη των ΜΚΟ των ανεξάρτητων μέσων ενημέρωσης και της κοινωνίας των πολιτών·

-                     στο μέτρο 123στ), μέτρα που αποσκοπούν στην αποκατάσταση του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των δικαιωμάτων των μειονοτήτων· τα μέτρα αυτά είναι ανάγκη να προσδιοριστούν επακριβώς·

-                     στο μέτρο 123ζ), μέτρα για την πρόληψη και την καταπολέμηση της διαφθοράς·

-                     στο μέτρο 123η) τη βελτίωση της στατιστικής συνεργασίας με την Αλβανία·

-                     στο μέτρο 124α), την ενίσχυση των υποδομών και των τοπικών διοικητικών υπηρεσιών (παροχή "θεσμικής ικανότητας")·

-                     στο μέτρο 124β) την επιμόρφωση και την ανταλλαγή υπαλλήλων στους τομείς της μετανάστευσης και του ασύλου.

 

VΙ.       ΘΕΜΑΤΑ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΟΣ

 

Από τη μελέτη του Σχεδίου Δράσης συνάγεται ότι σημαντικό μέρος των προτεινόμενων μέτρων (21 από τα 30) έχουν δημοσιονομικές επιπτώσεις.

 

Μεταξύ των μέτρων που έχουν δημοσιονομικές επιπτώσεις, τα 2/3 περίπου μπορούν να βασίζονται σε υφιστάμενα κονδύλια του προϋπολογισμού. Ειδικότερα, για τα μέτρα που αφορούν τη δικαιοσύνη και τα εσωτερικά θέματα,  όπως διαπιστώνεται από την παράγραφο ΙΙ, λιγότερες από τις μισές παρεμβάσεις μπορούν να χρηματοδοτηθούν για το τρέχον έτος.

 

Γενικά, εξετάζοντας όλα τα κεφάλαια του Σχεδίου Δράσης, περίπου τα 2/3 των μέτρων είναι – ή θα έπρεπε να είναι – σε φάση εφαρμογής, ενώ το 1/3 θα πρέπει να τεθεί σε εφαρμογή μέχρι το τέλος του 2000.

 

Σ΄ αυτό το πλαίσιο όμως, πέραν της καθυστέρησης κατά την διαβίβαση του Σχεδίου Δράσης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, πράγμα που έχει καταντήσει τυπική διαδικασία, είναι δύσκολο να αξιολογηθούν οι δυνατότητες εφαρμογής των μέτρων και, εν ολίγοις οι δυνατότητες επιτυχίας του σχεδίου για το τρέχον  έτος.

 

Έχει ιδιαίτερη σημασία να δεσμευθεί το Συμβούλιο, αναφέροντας όμως στο Κοινοβούλιο λεπτομερώς τα της εφαρμογής των μέτρων, τις επιλογές που έχουν γίνει, καθώς και να αιτιολογεί την ενδεχόμενη μη εφαρμογή ορισμένων από τα μέτρα.

 

Αντίθετα, είναι θετικό το γεγονός ότι το προσχέδιο του προϋπολογισμού των Κοινοτήτων για το έτος 2000 περιέχει ένα νέο κονδύλιο, υπό την επωνυμία Β7-667 "Συνεργασία με τρίτες χώρες στο θέμα της μετανάστευσης" για το οποίο προβλέπονται, επί του παρόντος το ποσό των 5 εκατομμυρίων ευρώ. Η εισηγήτρια διαπιστώνει με ικανοποίηση ότι η εγγραφή του νέου αυτού κονδυλίου οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στην εργασία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και ότι το εν λόγω κονδύλιο επιτρέπει να αναληφθούν, όχι άμεσα αλλά πάντως με βεβαιότητα, κοινοτικές δράσης στις χώρες που προβλέπονται από τα σχέδια δράσης, σε τομείς εξαιρετικά ευαίσθητους. Κατά την διαδικασία έγκρισης του προϋπολογισμού, έχει ιδιαίτερη σημασία να επιμείνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για την προσαρμογή του εγγεγραμμένου ποσού και τη βελτίωση της αιτιολόγησης για τη διάθεσή του[4] .

 

VII.      ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

 

Η Επιτροπή Ελευθεριών και Δικαιωμάτων των Πολιτών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων, παρά τις επιφυλάξεις που έχει διατυπώσει ως προς τους στόχους και την αποτελεσματικότητα, επικροτεί το Σχέδιο Δράσης για την Αλβανία και τη γειτονική περιοχή. Ταυτόχρονα καλεί την ΕΕ και την Αλβανία να ενισχύσουν και να διευρύνουν τον πολιτικό διάλογο πάνω σε μια σειρά ζητήματα, στην κατεύθυνση της διαδικασίας σταθεροποίησης, ενίσχυσης του Ευρωπαϊκού προσανατολισμού και της σύναψης συμφωνίας σύνδεσης της Αλβανίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση, το συντομότερο δυνατόν.

 


 

<Date>{19-07-2000}10 Οκτωβρίου 2000</Date>

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ <CommissionResp>της {ΕΞΩΤ}Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων, Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Κοινής Ασφάλειας και Αμυντικής Πολιτικής</CommissionResp>

<CommissionInt>προς την {ΕΛΕΥ}Επιτροπή Ελευθεριών και Δικαιωμάτων των Πολιτών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων</CommissionInt>

<Titre>σχετικά με το σχέδιο δράσης για την Αλβανία και τη γειτονική περιοχή</Titre>

<DocRef>(7886/2000 – C5-0305/2000 – 2000/2158(COS))</DocRef>

Συντάκτρια γνωμοδότησης: <Depute>Doris Pack


</Depute>

<Procedure>ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

Κατά τη συνεδρίασή της στις {12-07-2000}12 Ιουλίου 2000, η  {ΕΞΩΤ}Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων, Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Κοινής Ασφάλειας και Αμυντικής Πολιτικής όρισε συντάκτρια γνωμοδότησης την κ. Doris Pack.

Κατά τις συνεδριάσεις της στις 19 Σεπτεμβρίου και 10 Οκτωβρίου 2000, η επιτροπή εξέτασε το σχέδιο γνωμοδότησης.

Κατά την τελευταία ως άνω συνεδρίαση, η επιτροπή ενέκρινε τα κατωτέρω συμπεράσματα ομόφωνα.

Ήσαν παρόντες κατά την ψηφοφορία οι βουλευτές: Elmar Brok, πρόεδρος· Βαρώνη Nicholson of Winterbourne, William Francis Newton Dunn, Catherine Lalumière, αντιπρόεδροι· Doris Pack, συντάκτρια γνωμοδότησης· Sir Robert Atkins (αναπλ. Silvio Berlusconi), Αλέξανδρος Μπαλτάς, Bastiaan Belder, Andre Brie, Gunilla Carlsson, María Carrilho (αναπλ. Rosa M. Díez González), Ozan Ceyhun (αναπλ. Elisabeth Schroedter, σύμφωνα με το άρθρο 153, παράγραφος 2, του Κανονισμού), Andrew Nicholas Duff (αναπλ. Francesco Rutelli), Pere Esteve, Pernille Frahm (αναπλ. Ευστρατίου Κόρακα), Michael Gahler, Jas Gawronski, Vitalino Gemelli (αναπλ. Gerardo Galeote Quecedo), Alfred Gomolka, Bertel Haarder, Klaus Hänsch, Magdalene Hoff, Γιώργος Κατηφόρης (αναπλ. Marío Soares), Alain Lamassoure, Cecilia Malmström (αναπλ. Paavo Väyrynen), Pedro Marset Campos, Linda McAvan, Emilio Menéndez del Valle, Philippe Morillon, Raimon Obiols i Germa, Arie M. Oostlander, Reino Kalervo Paasilinna (αναπλ. Sami Naïr), Hans-Gert Poettering, Jacques F. Poos, Mechtild Rothe (αναπλ. Jan Marinus Wiersma), Luís Queiró, Lennart Sacrédeus (αναπλ. Jacques Santer), Tokia Saïfi (αναπλ. José Ignacio Salafranca Sánchez-Neyra), Jannis Sakellariou, Ιωάννης Σουλαδάκης, Hannes Swoboda, Francesco Enrico Speroni, Ursula Stenzel, Freddy Thielemanns, Gary Titley, Johan Van Hecke, Geoffrey Van Orden, Matti Wuori και Χρήστος Ζαχαράκις.


<PgPartieA><SubPage>ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΣΗ

<AmJust>Μετά το άνοιγμα του σιδηρού παραπετάσματος, η Αλβανία αποτελεί μια από τις σημαντικότερες χώρες προέλευσης και διέλευσης μεταναστών που εισέρχονται στην ΕΕ. Αυτό το έντονο μεταναστευτικό κύμα Αλβανών οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις οικονομικές συνθήκες, αλλά και στις κοινωνικές συνθήκες που προκαλούνται από μια οικογενειακή δομή που χαρακτηρίζει απηρχαιωμένες κοινωνικές διαρθρώσεις καθώς και από την ελλιπή νομική ασφάλεια λόγω των δραστηριοτήτων του οργανωμένου εγκλήματος.

 

Το σχέδιο δράσης καταλήγει στο ορθό συμπέρασμα ότι μεγάλος αριθμός Αλβανών εγκαταλείπει την πατρίδα του, διότι οι αρχές δεν είναι εις θέση να διασφαλίσουν τη δημόσια τάξη και να προστατεύσουν τα δικαιώματα του ανθρώπου. Στο σημείο αυτό πρέπει να  εξετασθεί περαιτέρω με ποιο τρόπο η ΕΕ μπορεί να υποστηρίξει μέσω σχεδίων την αποκατάσταση και τη διατήρηση της δημόσιας τάξης στην Αλβανία.

 

Το σχέδιο δράσης για την Αλβανία και τη γειτονική περιοχή, που έχει εκπονήσει η Ομάδα Εργασίας Υψηλού Επιπέδου του Συμβουλίου "Άσυλο και Μετανάστευση", παρά την κάπως συγκεχυμένη δομή του, αναλύει όλα τα σημαντικά θέματα που συνδέονται με το μεγάλο κύμα μεταναστών που προέρχεται από την Αλβανία ή διέρχεται από αυτή. Στο σημείο αυτό πρέπει να υπογραμμισθεί και πάλι ο πόλεμος του Κοσσυφοπεδίου και η μεγάλη αστάθεια που προκάλεσε στην Αλβανία και σε όλη την περιοχή.

 

Στο πλαίσιο αυτό η εισηγήτρια επιθυμεί να επισημάνει ιδιαίτερα τις συνεχείς δραστηριότητες της ομάδας "Φίλοι της Αλβανίας", η οποία με το έργο της, στο πλαίσιο της συνδρομής των διεθνών οργανισμών, συμβάλλει σημαντικά στη βελτίωση των συνθηκών ζωής στην Αλβανία.

 

Οι περισσότερες από τις δράσεις που αναφέρονται στο σχέδιο δράσης δεν είναι νέες· υφίστανται ήδη ή ευρίσκονται στο στάδιο του σχεδιασμού· ορισμένες, ωστόσο, από τις δράσεις που ευρίσκονται ακόμη στο αρχικό στάδιο μπορούν να ενδυναμωθούν μέσω της ανάλυσης.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Η {ΕΞΩΤ}Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων, Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Κοινής Ασφάλειας και Αμυντικής Πολιτικής καλεί την {ΕΛΕΥ}Επιτροπή Ελευθεριών και Δικαιωμάτων των Πολιτών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων, που είναι αρμόδια επί της ουσίας, να συμπεριλάβει στην πρόταση ψηφίσματός της τα ακόλουθα στοιχεία:

 

1.                    επιδοκιμάζει το γεγονός ότι το σχέδιο δράσης για την Αλβανία και τη γειτονική περιοχή λαμβάνει υπόψη στην ανάλυσή του τόσο τα οικονομικά όσο και τα κοινωνικά αίτια της μετανάστευσης·

 

2.             θεωρεί περίεργο το γεγονός ότι, παρά τις αρμοδιότητες που έχει η Ένωση μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης του Άμστερνταμ, το έργο της επεξεργασίας σχεδίου δράσης για την Αλβανία και τη γειτονική περιοχή έχει αναληφθεί από ομάδα εργασίας του Συμβουλίου και όχι από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή·

 

3.             τονίζει ότι, δεδομένων των κατά κάποιο τρόπο απηρχαιωμένων κοινωνικών και οικογενειακών δομών της Αλβανίας, κάθε οικονομικό και πολιτικό αναπτυξιακό σχέδιο πρέπει να λαμβάνει υπόψη την κοινωνική δομή·

 

4.             ζητεί, για το λόγο αυτό, από την Επιτροπή να διασφαλίσει την ενεργότερη δυνατή συμμετοχή ΜΚΟ στην επεξεργασία και υλοποίηση σχεδίων·

 

5.             επιδοκιμάζει τα ειδικά μέτρα που περιλαμβάνονται στο σχέδιο δράσης για τους τομείς του ασύλου και της μετανάστευσης καθώς και για άλλα θέματα στους τομείς της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων·

 

6.             ζητεί από την Επιτροπή και το Συμβούλιο καθώς και από όλα τα κράτη μέλη να υποστηρίξουν, στο πλαίσιο αυτών των μέτρων, της Αλβανία στις προσπάθειές της κατά της παράνομης μετανάστευσης καθώς και στον αγώνα κατά της διαφθοράς και του οργανωμένου εγκλήματος·

 

7.             επισημαίνει στο Συμβούλιο και την Επιτροπή ότι η υποστήριξη των διοικητικών μεταρρυθμίσεων, των μεταρρυθμίσεων του νομικού συστήματος και, επομένως, της νομικής ασφάλειας θα έχει σε μεγάλο βαθμό θετικές συνέπειες όσον αφορά τον αριθμό των Αλβανών που επιλέγουν να παραμείνουν στη χώρα τους και επομένως θα αναχαιτίσει άμεσα το μεταναστευτικό ρεύμα·

 

8.             θεωρεί ότι η επιτυχία αυτών των μεταρρυθμίσεων θα αποτελέσει επίσης αποφασιστικό παράγοντα για τη βελτίωση της οικονομικής κατάστασης στην εν λόγω χώρα, δεδομένου ότι μόνο με τον τρόπο αυτό ενθαρρύνονται επενδύσεις αλλοδαπών, οι οποίες είναι επειγόντως απαραίτητες και μπορούν να συμβάλουν στον εκσυγχρονισμό της απηρχαιωμένης οικονομικής δομής·

 

9.             ζητεί από την Επιτροπή και το Συμβούλιο να αναλάβουν συγκεκριμένες και αποτελεσματικές δράσεις, που θα έχουν ως στόχο τη συνεργασία με τις αλβανικές, ιταλικές και ελληνικές αρχές, προκειμένου να αναχαιτισθεί η συνεχής ροή λαθρομεταναστών – αλβανών υπηκόων και υπηκόων τρίτων χωρών – οι οποίοι, μέσω των θαλασσίων και χερσαίων συνόρων, εισέρχονται στα γειτονικά κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

 

10.           υπενθυμίζει στην Αλβανία ότι, εάν δεν βελτιωθεί η εσωτερική ασφάλεια στην Αλβανία, περιλαμβανομένης της ασφάλειας και προστασίας των εθνικών μειονοτήτων, δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν ουσιαστικές κοινωνικές και οικονομικές βελτιώσεις·

 

11.           επισημαίνει ότι η χορήγηση κατάλληλης αμοιβής στις δυνάμεις ασφαλείας είναι απαραίτητη για να αυξηθεί η αποδοτικότητά τους·

 

12.           υποστηρίζει τις προπαρασκευαστικές εργασίες της Επιτροπής όσον αφορά την επεξεργασία συμφωνίας σταθερότητας και εταιρικής σχέσης μεταξύ της ΕΕ και της Αλβανίας.

 



[1]       Δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα.

[2] Οι παρατηρήσεις που περιέχονται στην παράγραφο αυτή προέρχονται από την μελέτη: Δ. Τριανταφύλλου – Θ. Βερένη : "The Albanian dimension in Southeastern Europe: is it threat;", Φεβρουάριος 2000.

[3] ECRE Position on returns to Kosovo, European Council on Refugees and Exiles, June 2000

[4]       Η αναγεγραμμένη αιτιολόγηση αναφέρει: "το ποσόν αυτό χρησιμεύει για τη χρηματοδότηση προγραμμάτων και σχεδίων στο πλαίσιο της εταιρικής σχέση με τις χώρες και τις περιφέρειες προέλευσης και διέλευσης στο θέμα της μετανάστευσης και του ασύλου"