25 Φεβρουαρίου 2000</Date>

<TitreType>ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ </TitreType><CommissionResp>της {ΓΥΝΑ}Επιτροπής για τα Δικαιώματα της Γυναίκας και τις Ίσες Ευκαιρίες</CommissionResp>

<CommissionInt>προς την Επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων{ΓΥΝΑ}</CommissionInt>

<Titre>σχετικά με τις προτάσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τη Διακυβερνητική Διάσκεψη

(14094/1999 - C5-0341/1999) –1999/0825(CNS)) </DocRef>

Συντάκτρια γνωμοδότησης: <Depute>Άννα Καραμάνου

<Procedure>ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

Κατά τη συνεδρίασή της στις {21-09-1999}21 Σεπτεμβρίου 1999, η {ΓΥΝΑ}Επιτροπή για τα Δικαιώματα της Γυναίκας και τις Ίσες Ευκαιρίες όρισε συντάκτρια γνωμοδότησης την κ. Άννα Καραμάνου.

Κατά τις συνεδριάσεις της στις 24 Νοεμβρίου 1999, 26 Ιανουαρίου 2000 και 23 Φεβρουαρίου 2000, η επιτροπή εξέτασε το σχέδιο γνωμοδότησης.

Κατά την τελευταία ως άνω συνεδρίαση, η επιτροπή ενέκρινε τα κατωτέρω συμπεράσματα με 14 ψήφους υπέρ, και 4 αποχές.

Ήσαν παρόντες κατά την ψηφοφορία οι βουλευτές: Theorin, πρόεδρος· Van Lancker, αντιπρόεδρος· Άννα Καραμάνου, συντάκτρια γνωμοδότησης· Auroi (αναπλ. Hautala), Aviles Perea, Dybkjær, Ghilardotti, Gorostiaga Atxalandabaso, Gröner, Izquierdo Rojo (αναπλ. Paciotti), Lulling, Martens, Prets, Sanders-Ten Holte, Schmidt (αναπλ. van der Laan), Smet, Swiebel και Torres Marques.


ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΣΗ

<AmJust>ΕΙΣΑΓΩΓΗ

 

Ιστορικό

 

Η Διακυβερνητική Διάσκεψη

 

1.             Τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Κολωνίας (Ιούνιος 1999) και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Ελσίνκι (Δεκέμβριος 1999) θέτουν το πλαίσιο για τη Διακυβερνητική Διάσκεψη που θα συγκληθεί το Φεβρουάριο του 2000 προκειμένου να επιλυθούν τα θεσμικά ζητήματα που αφέθηκαν εκκρεμή στο Άμστερνταμ και που πρέπει να διευθετηθούν πριν από τη διεύρυνση.

 

2.             Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της Κολωνίας, η εντολή της Διακυβερνητικής Διάσκεψης θα καλύπτει τρεις βασικούς τομείς: μέγεθος και σύνθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής· στάθμιση των ψήφων στο Συμβούλιο· πιθανή επέκταση της ψηφοφορίας με ειδική πλειοψηφία στο Συμβούλιο[1].

 

3.             Η ημερήσια διάταξη για τη ΔΚΔ την οποία ενέκρινε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ελσίνκι δεν διευρύνει ουσιαστικά αυτή την εντολή. Στο ψήφισμά του της 16ης Δεκεμβρίου 1999[2], το Κοινοβούλιο εξέφρασε την απογοήτευσή του και αποδοκίμασε την έλλειψη πολιτικού οράματος εκ μέρους του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, το οποίο περιόρισε τη θεσμική μεταρρύθμιση κατά τη ΔΚΔ στις τρεις εκκρεμότητες του Άμστερνταμ. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο φρονεί ότι η μεταρρύθμιση αυτή δεν επαρκεί προκειμένου να εξασφαλισθεί η αποτελεσματική λειτουργία της διευρυμένης Ευρώπης.

 

4.             Η συντάκτρια της παρούσας γνωμοδότησης συμμερίζεται την άποψη αυτή και καλεί την Πορτογαλική Προεδρία να αξιοποιήσει, σύμφωνα με την εντολή που δόθηκε στο Ελσίνκι, τη δυνατότητα προσθήκης περαιτέρω σημείων στην ημερήσια διάταξη. Η ΕΕ πρέπει να εκμεταλλευθεί πλήρως αυτή την ευκαιρία όχι μόνο προκειμένου να μεταρρυθμίσει τα θεσμικά της όργανα – όπου, από τη σκοπιά της επιτροπής μας στόχος είναι να εξασφαλισθεί η εκπροσώπηση και η πολιτική συμμετοχή των γυναικών στις κοινοτικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων – αλλά και να ολοκληρωθούν οι μεταρρυθμίσεις πολιτικής που άρχισαν με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, ιδίως όσον αφορά την πολιτική προώθησης της ισότητας γυναικών και ανδρών (άρθρα 2 και 3).

 

5.             Η Συνθήκη του Άμστερνταμ αντιπροσώπευε ένα βήμα προόδου για τις γυναίκες. Στη γνωμοδότησή της[3], η επιτροπή μας είχε εκφράσει συνολικά θετική άποψη. Η ισότητα για τις γυναίκες και τους άνδρες έχει καταστεί τόσο αρχή όσο και στόχος της Κοινότητας και στα άρθρα 2 και 3 σε συνδυασμό παρέχουν τη βάση για μια αποτελεσματική στρατηγική της Κοινότητας στον εν λόγω τομέα. Επίσης, κάποια πρόοδο αντιπροσωπεύουν τα άρθρα 137(1) και 141(3) και (4).

 

6.             Η επιτροπή μας επισήμανε επίσης ορισμένα κενά και ορισμένες δεδηλωμένες προτεραιότητες για την επόμενη αναθεώρηση της Συνθήκης:

·         διεύρυνση του άρθρου 141 ώστε να εξασφαλισθεί νομική βάση για την ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών που να προχωρεί σαφώς πέρα από το πεδίο της απασχόλησης·

·         αναδιατύπωση του άρθρου 13 ώστε να τεθεί σε άμεση ισχύ η απαγόρευση των διακρίσεων που βασίζονται στο φύλο·

·         νομική διευκρίνιση των επιπτώσεων που έχει η συμπερίληψη της ισότητας για γυναίκες και άνδρες στα άρθρα 2 και 3.

 

7.             Με βάση αυτό το ιστορικό, η συντάκτρια της παρούσας γνωμοδότησης επιθυμεί να εστιαστεί στα ακόλουθα ζητήματα:

·         ισορροπία των δύο φύλων στη σύνθεση των θεσμικών οργάνων και των οργανισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

·         σαφή νομική βάση για την ισότητα στη Συνθήκη·

·         αποφυγή διακρίσεων λόγω φύλου·

·         θετικές δράσεις

 

Το πρώτο θέμα από αυτά εντάσσεται στην τρέχουσα, ιδιαίτερα περιορισμένη, εντολή της ΔΚΔ ενώ τα άλλα αποτελούν λογική συνέπεια των αλλαγών πολιτικής που εισήγαγε η Συνθήκη του Άμστερνταμ και θα πρέπει να προστεθούν στην ημερήσια διάταξη.

 

α)            ισορροπία των δύο φύλων στη σύνθεση των θεσμικών οργάνων και των οργανισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης

 

8.             Στο ψήφισμά του της 18ης Νοεμβρίου 1999, με βάση την έκθεση Δημητρακόπουλου και Leinen (Α5-0058/1999)[4], το Κοινοβούλιο εξέφρασε τις απόψεις του σχετικά με τη μέθοδο και την ημερήσια διάταξη της ΔΚΔ. Βασικός στόχος πρέπει να είναι να ενισχυθούν τα θεσμικά όργανα και να καταστούν περισσότερο αποτελεσματικά, διαφανή και δημοκρατικά, με αλλαγή της σύνθεσής τους, των καθηκόντων τους, της συνεργασίας και της οργάνωσης. Όσον αφορά την ουσία της μεταρρύθμισης, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο συνέστησε να "συνταγματικοποιηθεί" η Ένωση και να προσεγγίσει η Ευρώπη περισσότερο τους πολίτες της, κάτι το οποίο με τη σειρά του συνδέεται με το ζήτημα του ενωσιακού Χάρτη των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

 

9.             Το να γίνουν περισσότερο δημοκρατικά τα θεσμικά όργανα σημαίνει επίσης να εξασφαλισθεί η ισορροπία των φύλων στη σύνθεσή τους. Υπάρχει ικανός όγκος διεθνών συμβάσεων και μηχανισμών σχετικά με την ισότητα πρόσβασης των γυναικών και την πλήρη συμμετοχή τους στις δομές εξουσίας και στη λήψη αποφάσεων, στις οποίες έχουν προσχωρήσει τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Θα αναφέρουμε ιδιαίτερα:

·         τη Σύμβαση σχετικά με την Εξάλειψη Κάθε Μορφής Διακρίσεων Εναντίον των Γυναικών (CEDAW

·         τη Διακήρυξη και την Πλατφόρμα Δράσης της Τέταρτης Παγκόσμιας Συνδιάσκεψης σχετικά με τις Γυναίκες (Πεκίνο, 1995)·

·         τη σύσταση του Συμβουλίου της 2ας Δεκεμβρίου 1996 σχετικά με την ισόρροπη συμμετοχή γυναικών και ανδρών στη διαδικασία λήψης αποφάσεων[5] η οποία ζητούσε, μεταξύ άλλων, από τα θεσμικά και άλλα όργανα και τους αποκεντρωμένους οργανισμούς των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων να καταστρώσουν στρατηγική για την επίτευξη ισόρροπης συμμετοχής γυναικών και ανδρών στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων[6]·

·         τη διακήρυξη του 1988 του Συμβουλίου Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης·

·         τη Δήλωση που ενέκριναν τα κράτη μέλη κατά την Ευρωπαϊκή Διάσκεψη "Γυναίκες και Άνδρες στην Εξουσία" στο Παρίσι στις 17 Απριλίου 1999[7].

 

10.           Η ισότητα αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και η εξάλειψη των διακρίσεων λόγω φύλου είναι προαπαιτούμενο της δημοκρατίας. Μία δημοκρατία στην οποία οι γυναίκες – πάνω από το μισό του πληθυσμού – υποεκπροσωπούνται στη λήψη αποφάσεων στον πολιτικό, τον οικονομικό και τον κοινωνικό τομέα δεν μπορεί να είναι αληθινή δημοκρατία. Η συντάκτρια της παρούσας γνωμοδότησης υποστηρίζει την άποψη της δημοκρατίας ισότητας, όπως αυτή αναπτύχθηκε από το Συμβούλιο της Ευρώπης, ως τρόπο για τον εμπλουτισμό της δημοκρατίας μέσω της ίσης συνεισφοράς ανδρών και γυναικών και προκειμένου να εξασφαλισθεί η πληρέστερη υλοποίηση της δικαιοσύνης και της ισότητας μέσα στην κοινωνία[8]. Η ενσωμάτωση της "ισότητας γυναικών και ανδρών" σε όλες τις κοινοτικές πολιτικές θα γίνει πραγματικότητα μόνο εάν οι γυναίκες συμμετέχουν στη χάραξη και την υλοποίηση των εν λόγω πολιτικών σε όλα τα επίπεδα. Τούτο με τη σειρά του εξαρτάται από την εκπροσώπηση στους φορείς λήψης αποφάσεων και απαιτεί την παρουσία σε υπεύθυνες θέσεις και θέσεις λήψης αποφάσεων[9].

 

 

11.           Οι γυναίκες εξακολουθούν να υποεκπροσωπούνται στα σώματα λήψης αποφάσεων σε όλα τα επίπεδα και στα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα. Η συντάκτρια της παρούσας γνωμοδότησης θα συνιστούσε αναθεώρηση των σχετικών άρθρων των Συνθηκών, προκειμένου να εξασφαλισθεί η ισόρροπη συμμετοχή γυναικών και ανδρών στη σύνθεση των εξής θεσμικών και άλλων οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης: Επιτροπή· Δικαστήριο· Πρωτοδικείο· Ελεγκτικό Συνέδριο· Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή· Επιτροπή των Περιφερειών.

 

12.           Όσον αφορά το Κοινοβούλιο, ο στόχος αυτός μπορεί να επιτευχθεί με την εξασφάλιση ισόρροπης συμμετοχής των γυναικών και των ανδρών στις εκλόγιμες θέσεις των ψηφοδελτίων, προκειμένου να ξεπεραστούν πολιτικά εμπόδια που τίθενται λόγω των διαδικασιών επιλογής υποψηφίων από τα πολιτικά κόμματα και λόγω του εκλογικού συστήματος[10]. Η συντάκτρια της γνωμοδότησης θα συνιστούσε αναθεώρηση των άρθρων 190(1) και 191(ευρωπαϊκά πολιτικά κόμματα).

 

                β)            Η νομική βάση για την ισότητα

 

13.           Η Συνθήκη του Άμστερνταμ αποτέλεσε ένα βήμα προόδου για τις γυναίκες. Τα άρθρα 2 και 3 σε συνδυασμό παρέχουν τη βάση για μια αποτελεσματική πολιτική, αλλά κανένα άρθρο στο Τμήμα ΙΙΙ της Συνθήκης δεν εκθέτει ρητά μέτρα για την επίτευξη και την υλοποίηση της ισότητας σε όλους τους τομείς πολιτικής, πέρα από την απασχόληση και τον επαγγελματικό τομέα (άρθρο 141). Το αίτημα για ειδικό κεφάλαιο της Συνθήκης αφιερωμένο στην ισότητα δεν έγινε δεκτό από την προηγούμενη ΔΚΔ. Προκειμένου να επεκταθούν περαιτέρω οι υφιστάμενες διατάξεις των άρθρων 2 και 3, η συντάκτρια θα συνιστούσε να θεσπισθεί στη Συνθήκη μια ενιαία νομική βάση περί ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών σε όλους τους τομείς πολιτικής.

 

γ)             Αποφυγή των διακρίσεων που στηρίζονται στο φύλο

 

14.           Όπως αναφέρεται στη γνωμοδότηση Torres Marques, το άρθρο 13 για την αποφυγή των διακρίσεων δεν είναι ικανοποιητικό ούτε από πολιτική ούτε και από νομική άποψη. Οι γυναίκες δεν είναι μειοψηφία, αντιπροσωπεύουν πάνω από το μισό του πληθυσμού. Οι διακρίσεις που στηρίζονται στο φύλο είναι διαρθρωτικές και οριζόντιες και δεν μπορούν να ομαδοποιούνται μαζί με τις άλλες μορφές διακρίσεων. Αντίθετα, προστίθενται στα άλλα είδη διακρίσεων. Επιπλέον, το άρθρο 13 αποτελεί απλώς μία επιτρεπτική ρήτρα χωρίς άμεση ισχύ, όπως ισχύει με το άρθρο 12 (αποφυγή διακρίσεων για λόγους ιθαγένειας). Τέλος, επιτρέπει τη λήψη μέτρων για την καταπολέμηση των διακρίσεων βάσει διαδικασίας που απαιτεί ομοφωνία στο Συμβούλιο και απλή διαβούλευση του Κοινοβουλίου. Η συντάκτρια της γνωμοδότησης προτείνει να προβλεφθεί ξεχωριστή διάταξη στη Συνθήκη με την οποία θα διασφαλίζεται ότι η αποφυγή διακρίσεων λόγω φύλου έχει το ίδιο νομικό καθεστώς όπως και η αποφυγή διακρίσεων για λόγους ιθαγένειας, και η οποία θα έχει άμεση ισχύ.

 

                δ)            Θετικές δράσεις

 

15.           Η συντάκτρια γνωμοδότησης παραπέμπει στις απόψεις που εκφράζονται στη γνωμοδότηση της Επιτροπής για τα Δικαιώματα της Γυναίκας και τις Ίσες Ευκαιρίες σχετικά με το Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων[11]. Η ουδέτερη από άποψη φύλου διατύπωση του άρθρου 141(4)[12] πρέπει να επανεξετασθεί, σύμφωνα με την πολιτική βούληση προώθησης της θέσης των γυναικών η οποία εκφράζεται στην κοινοτική πολιτική για προώθηση της ισότητας γυναικών και ανδρών (άρθρα 2 και 3 της Συνθήκης ΕΚ).

 

</AmJust>

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

 

Η {ΓΥΝΑ}Επιτροπή για τα Δικαιώματα της Γυναίκας και τις Ίσες Ευκαιρίες καλεί την {ΓΥΝΑ}Επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων, που είναι αρμόδια επί της ουσίας, να ενσωματώσει στην έκθεσή της τα ακόλουθα συμπεράσματα:

 

<ReferenceAm>1.    ζητεί μία περισσότερο φιλόδοξη ημερήσια διάταξη της ΔΚΔ και καλεί την Πορτογαλική Προεδρία, σύμφωνα με την εντολή που της παρέσχε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ελσίνκι σε σχέση με τη διατύπωση προτάσεων για περαιτέρω θέματα της ημερήσιας διάταξης, να προσθέσει το ζήτημα της πολιτικής ισότητας για τις γυναίκες και τους άνδρες στην ημερήσια διάταξη της ΔΚ·

 

</ReferenceAm>

2.    δηλώνει ότι η ισόρροπη συμμετοχή γυναικών και ανδρών στη λήψη αποφάσεων σε όλα τα επίπεδα είναι προαπαιτούμενο της δημοκρατίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης και ζητεί την τροποποίηση των σχετικών άρθρων των Συνθηκών προκειμένου να συμπεριληφθεί η αρχή της ισόρροπης συμμετοχής γυναικών και ανδρών στη σύνθεση της Επιτροπής, του Δικαστηρίου, του Πρωτοδικείου, του Ελεγκτικού Συνεδρίου, της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής και της Επιτροπής Περιφερειών·

 

3.    ζητεί να εισαχθεί στη Συνθήκη ενιαία και συνεκτική νομική βάση για την ισότητα γυναικών και ανδρών σε όλους τους τομείς πολιτικής·

 

4.    τονίζει ότι οι διακρίσεις λόγω φύλου είναι διαρθρωτικές και οριζόντιες και δεν μπορούν να ομαδοποιούνται μαζί με τις άλλες μορφές διακρίσεων· ζητεί να προβλεφθεί ξεχωριστή διάταξη στη Συνθήκη προκειμένου να διασφαλισθεί ότι η αποφυγή διακρίσεων λόγω φύλου έχει την ίδια νομική θέση με την αποφυγή διακρίσεων λόγω ιθαγένειας και η οποία να έχει άμεση ισχύ·

 

5.    τονίζει την ανάγκη για στενή σύνδεση μεταξύ της ΔΚΔ και της διαδικασίας εκπόνησης του χάρτη των θεμελιωδών δικαιωμάτων· στο πλαίσιο της διαδικασίας "συνταγματικοποίησης" της Ένωσης καλεί να συμπεριληφθεί στο κοινοτικό δίκαιο το θεμελιώδες δικαίωμα στην ισότητα γυναικών και ανδρών.



[1]    "Η Διάσκεψη θα μπορούσε επίσης να ασχοληθεί με άλλες τροποποιήσεις στη Συνθήκη, στο μέτρο που αυτές αφορούν τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα στο πλαίσιο των ανωτέρω σημείων και στις περιπτώσεις που οι τροποποιήσεις προκύπτουν από την εφαρμογή της Συνθήκης του Άμστερνταμ".

[2]     Συνοπτικά Πρακτικά της 16.12.1999, τμήμα ΙΙ, σημείο 5.

[3]       AD/337741 - ΡΕ 223.233/τελ.· συντάκτρια γνωμοδότησης: Helena Torres Marques.

[4]     Συνοπτικά Πρακτικά της 18.11.1999, τμήμα ΙΙ, σημείο 4.

[5]     ΕΕ L 319, 10.12.1996.

[6]       Παράλληλα συνιστά στα κράτη μέλη: "Ι.4(β) να ευαισθητοποιούν τους ενδιαφερόμενους φορείς ως προς τη σημασία της ανάληψης πρωτοβουλιών για την επίτευξη συμμετοχής των γυναικών και των ανδρών στις δημόσιες θέσεις σε όλα τα επίπεδα, αποδίδοντας ιδιαίτερη προσοχή στην προώθηση μιας ισόρροπης σύνθεσης των διαφόρων επιτροπών και ομάδων εργασίας τόσο σε εθνικό όσο και κοινοτικό επίπεδο".

[7]       Η δήλωση αναφέρει ότι τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, οι κυβερνήσεις και τα πολιτικά κόμματα πρέπει να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα, συμπεριλαμβανομένων δεσμευτικών και/ή ενθαρρυντικών μέτρων, τόσο στον εκλογικό τομέα όσο και στο διορισμό μελών σε γνωμοδοτικούς φορείς οι οποίοι εμπλέκονται στη δημόσια λήψη αποφάσεων, με στόχο να εξασφαλισθεί η ισόρροπη συμμετοχή γυναικών και ανδρών.

[8]       Σύσταση του Συμβουλίου της 2.12.1996, αιτιολογική σκέψη 10: "Ότι η πενιχρή εκπροσώπηση των γυναικών στις θέσεις λήψης αποφάσεων συνιστά απώλεια για την κοινωνία στο σύνολό της και μπορεί να εμποδίσει να ληφθούν πλήρως υπόψη τα συμφέροντα και οι ανάγκες του συνόλου του πληθυσμού".

[9]     Σύσταση του Συμβουλίου της 1.12.1996, αιτιολογική σκέψη 6.

[10]    Βλέπε επίσης τη σύσταση 1413(1999) της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης σχετικά με την ίση εκπροσώπηση στην πολιτική ζωή.

[11]    ΡΕ 232.347/τελ.

[12]     Προκειμένου να εξασφαλισθεί εμπράκτως η πλήρη ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών στην εργασία, η αρχή της ίσης μεταχείρισης δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να διατηρήσουν ή να θεσπίσουν μέτρα που προβλέπουν ειδικά πλεονεκτήματα, τα οποία διευκολύνουν το λιγότερο εκπροσωπούμενο φύλο να συνεχίσει μια επαγγελματική δραστηριότητα ή προλαμβάνουν ή αντισταθμίζουν τα μειονεκτήματα στην επαγγελματική σταδιοδρομία".