Παγκοσμιοποίηση της Βίας και Θρησκευτικός Φανατισμός

29 Νοεμβρίου 2003

 

Όταν το 1993 δημοσιεύτηκε  για πρώτη φορά  το άρθρο του Σάμιουελ Χάντιγκτον  «Η Σύγκρουση των Πολιτισμών», τέσσερα χρόνια πριν από την έκδοση του περίφημου βιβλίου του, το θέμα προκάλεσε έντονες συζητήσεις και σκεπτικισμό. Ουδείς μπορούσε τότε να φανταστεί τι θα συνέβαινε στις 11 Σεπτεμβρίου 2001 και    στη συνέχεια, με την έξαρση των τρομοκρατικών επιθέσεων και των καθημερινών πλέον πράξεων τυφλής βίας.  Τα τελευταία φρικτά γεγονότα  στη γειτονιά μας έχουν σημάνει συναγερμό για  ολόκληρη την Ευρώπη. Ποιος θα είναι ο επόμενος στόχος,  είναι το ερώτημα που βασανίζει πολίτες και κυβερνήσεις, μέσα σε ένα κλίμα γενικευμένης πλέον ανασφάλειας. Δυστυχώς, δύο χρόνια μετά τη κήρυξη του πολέμου κατά του τρόμου και την ντε φάκτο ανάδειξη της Αλ Κάιντα σε αντίπαλο δέος της Δύσης, η τρομοκρατία όχι μόνο δεν ηττήθηκε αλλά ενισχύθηκε, πολλαπλασιάστηκε και παγκοσμιοποιήθηκε. Λέγεται, ότι  ουρά κάνουν οι νεολαίοι που περιμένουν να πάρουν το χρίσμα του μαχητή και να θυσιάσουν τα νιάτα τους «για τη δόξα και τη τιμή του Ισλάμ».

 

Η σχέση του θρησκευτικού φονταμενταλισμού με τη τρομοκρατία είναι ένα θέμα που μας απασχολεί  έντονα, αφού τα πρόσφατα κτυπήματα μαρτυρούν ότι όλο και περισσότερο η παγκόσμια κοινωνία θα βρίσκεται αντιμέτωπη με τη θρησκευτική βία.   Πολλοί ερευνητές, όπως ο Mark Juergensmeyer, υποστηρίζουν ότι η θρησκευτική τρομοκρατία σπανίως αποτελεί απλώς μέρος μιας πολιτικής στρατηγικής. Συνήθως αποτελεί πράξη με έντονο συμβολισμό που στοχεύει να ενισχύσει την αυτοπεποίθηση και να δώσει μια αίσθηση δύναμης σε περιθωριοποιημένες κοινότητες ανθρώπων. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι ισχυρές πολιτικές ομάδες δεν έλκονται ή περιφρονούν τη δύναμη της θρησκείας στην προαγωγή των πολιτικών τους επιδιώξεων. Ο Λευκός Οίκος, με την νεοσυντηρητική ηγεσία του αποτελεί το καλύτερο παράδειγμα. Για τον Πρόεδρο Μπους η προσήλωση στη θρησκεία αποτελεί πρώτιστο καθήκον και υποχρέωση, προφανώς για να κερδίσει μόνον αυτός την εύνοια του Θεού. Όπως πολύ χαρακτηριστικά έγραψε ο Bill Keller,  όταν ο πρόεδρος των ΗΠΑ κλείνει τις ομιλίες  του με τη συνήθη φράση "God bless America" (ο Θεός να ευλογεί την Αμερική), οι υπόλοιποι λαοί ακούν  «στο διάβολο  όλοι οι άλλοι».

 

Πολλοί υποστηρίζουν ότι ο θρησκευτικός φανατισμός  και η τρομοκρατία αποτελούν τις δύο όψεις του ιδίου νομίσματος. Ο  φονταμενταλισμός,  πριν η Δύση τον συνδέσει με τον ισλαμισμό, αναφερόταν σε ακραίες αντιλήψεις που εκπορεύονταν από χριστιανικές παραδόσεις. Ο φονταμενταλισμός ως έννοια και ως κίνημα εμφανίστηκε στις ΗΠΑ στη δεκαετία του 1920 και πάγια  χαρακτηριστικά του υπήρξαν   η άρνηση της νεωτερικότητας και η τυφλή  υπακοή στις θρησκευτικές αρχές και παραδόσεις,  οι οποίες τοποθετούνται υπεράνω των νόμων του κράτους δικαίου. Σήμερα ο φονταμενταλισμός εμφανίζεται με διάφορες μορφές (θρησκευτικές, πολιτικές, ιδεολογικές) και διαπερνά θρησκείες και δόγματα, δηλητηριάζοντας την καθημερινότητά μας. Οι φανατικοί, όπου Γης,  αισθάνονται ότι μάχονται εναντίον δυνάμεων που απειλούν τις πιο ιερές αξίες τους και  βιώνουν τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνολογίας όχι ως μια απελευθερωτική διαδικασία, αλλά σαν επίθεση εναντίον των θεμελιωδών νόμων της ύπαρξής τους.  Σίγουρα οι φονταμενταλιστικές πρακτικές δεν εξαντλούνται στη τζιχάντ και στις αφγανικές μπούρκες. Το θέμα έχει απασχολήσει  το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και ιδιαίτερα την Επιτροπή των Γυναικών, αφού οι γυναίκες πρώτες έχουν υποστεί τη βία του θρησκευτικού φανατισμού. 

Ως γνωστόν, σε πολλές μουσουλμανικές κοινωνίες, η αναφορά στα ανθρώπινα δικαιώματα δεν περιλαμβάνει τα δικαιώματα των γυναικών, τα οποία συστηματικά παραβιάζονται.  Ένα από τα πιο κοινά εγκλήματα είναι οι λεγόμενες  δολοφονίες «για λόγους τιμής». Υπολογίζεται ότι περίπου 5.000 γυναίκες και κορίτσια δολοφονούνται κάθε χρόνο από αρσενικά μέλη της οικογένειάς τους. Η εφαρμογή απάνθρωπων, βίαιων και ταπεινωτικών τιμωριών για τις γυναίκες, όπως το μαστίγωμα και οι λιθοβολισμοί, αποτελούν σε πολλές χώρες συνήθη πρακτική στο όνομα θρησκευτικών παραδόσεων, οι  οποίες παρερμηνεύονται ως  «θεϊκής φύσης και προέλευσης».

Ωστόσο, η βία  δεν αντιμετωπίζεται με ακόμη περισσότερη βία. Τα αίτιά της, πέραν των πολιτισμικών διαφορών θα πρέπει να αναζητηθούν στις βαθιές οικονομικές ανισότητες και διαιρέσεις του σύγχρονου κόσμου.  Ίσως μια «επίθεση» συνεργασίας και διαλόγου μεταξύ των πολιτισμών να  μας έβγαζε από το φαύλο κύκλο της βίας που μας έχει οδηγήσει  η αδιέξοδη πολιτική των ΗΠΑ. Η δημιουργία ενός κοινού παγκόσμιου χώρου ελευθερίας, ειρήνης, ασφάλειας, αλληλεγγύης και δικαιοσύνης αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση του 21ου αιώνα. Η πρωτοβουλία ανήκει πρωτίστως στην Ευρώπη.  

 

 

Άννα Καραμάνου

Ευρωβουλευτής ΠΑΣΟΚ

www.karamanou.gr