ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ

19.11.2001

 

Όσο κι αν ακούγεται από πολλούς με δυσπιστία, η παρουσία των μεταναστών αντιπροσωπεύει ένα θετικό παράγοντα στην οικονομία, με σημαντική συμβολή στη δημιουργία απασχόλησης και στην οικονομική ανάπτυξη. Από την ανάλυση, δηλαδή, κόστους - οφέλους το τελικό οικονομικό αποτέλεσμα είναι θετικό. Στο συμπέρασμα αυτό έχουν καταλήξει μελέτες χωρών με μακρά παράδοση στην υποδοχή μεταναστών, όπως οι ΗΠΑ, ο Καναδάς και η Αυστραλία. Στην Ευρώπη, μετανάστες από το Νότο, μεταξύ αυτών και πολλοί Έλληνες, συνέβαλαν τα μέγιστα στην ανοικοδόμησή της μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς και στην οικονομική άνθηση που ακολούθησε.

 

Ωστόσο, κατά τα τελευταία εικοσιπέντε χρόνια, με την ενίσχυση των μεταναστευτικών πιέσεων, σημειώθηκε δραματική στροφή στη μεταναστευτική πολιτική των ευρωπαϊκών χωρών, καθώς και στη χορήγηση ασύλου. Η πολιτική «μηδενικής μετανάστευσης» που ακολούθησαν, μπορεί βέβαια να μείωσε τη νόμιμη μετανάστευση, αύξησε όμως κατακόρυφα τον αριθμό των παρανόμων μεταναστών, όπως και τις αμοιβές των μεταφορέων. Η περιοριστική, δηλαδή, πολιτική δεν εμπόδισε όσους διεκδικούν μια θέση στον ήλιο να διαβούν τα σύνορα, ούτε πρόκειται να μειώσει τον αριθμό εκείνων που μας κτυπούν την πόρτα, όσο παραμένει και αυξάνει το χάσμα ευημερίας ανάμεσα στις αναπτυγμένες και τις υπό ανάπτυξη χώρες. Άλλωστε, μας ανταποδίδουν μια επίσκεψη που μας όφειλαν από παλιά, όταν με τις αποικίες οι μετακινήσεις πληθυσμών είχαν κατεύθυνση από Βορρά προς Νότο… Σήμερα συμβαίνει το αντίστροφο.

Η Ελλάδα, όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία, μέχρι τη δεκαετία του 1970 ήταν χώρες εξαγωγής εργατικού δυναμικού. Όμως, με το τέλος του ψυχρού πολέμου και την άνοδο του βιοτικού επιπέδου μετατράπηκαν και αυτές σε χώρες προορισμού μεταναστών. Άνθρωποι κάθε φυλής και εθνικότητας, θύματα των αδιεξόδων των χωρών τους και απελπισμένοι από την οικονομική εξαθλίωση, αναζητούν μια καλύτερη μοίρα στον παράδεισο της Ευρώπης, μέρος της οποίας αποτελεί και η Ελλάδα.

 

Είναι γεγονός, ότι η παρουσία 1.000.000 περίπου μεταναστών στην Ελλάδα συνδέεται με σημαντικές και διαρκείς αλλαγές σε όλους τους τομείς της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτισμικής μας ζωής. Η ξαφνική μετάβαση από μια κοινωνία με γλωσσική, εθνολογική και θρησκευτική ομοιογένεια, σε μια κοινωνία πολυγλωσσική, πολυεθνική και πολυπολιτισμική, όπως ήταν φυσικό, δημιούργησε τριγμούς στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας. Όσοι νομίζουν πως απειλούνται από τις αλλαγές αντιμετωπίζουν με δυσπιστία και φόβο τη νέα πραγματικότητα. Δυστυχώς, σύμφωνα και με έρευνα του Ευρωβαρομέτρου, αλλά και του δικού μας ΕΚΚΕ, η Ελλάδα εξακολουθεί να κατέχει την πρωτιά στη ξενοφοβία. Ωστόσο, το γεγονός ότι σήμερα ο δημόσιος διάλογος δεν επικεντρώνεται στην αυξημένη ή μη εγκληματικότητα των μεταναστών, αλλά στο αν θα κρατήσει ή όχι την ελληνική σημαία ένας αριστούχος μαθητής αλβανικής καταγωγής, δείχνει ότι η ελληνική κοινωνία αρχίζει να συνηθίζει και να ενσωματώνει στην καθημερινότητά της την παρουσία των μεταναστών.

 

Τα θετικά βέβαια στοιχεία της μετανάστευσης σπάνια προβάλλονται από τα μέσα ενημέρωσης. Η συμβολή των μεταναστών στην αύξηση του εγχωρίου προϊόντος, στη συγκράτηση του πληθωρισμού και ως ένα βαθμό στην επίτευξη των κριτηρίων για την ΟΝΕ, αποσιωπείται. Είναι γνωστό ότι πολλές μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, κυρίως του αγροτικού και κατασκευαστικού τομέα, διασώθηκαν χάρη στη δουλειά των μεταναστών, οι οποίοι συνήθως αναλαμβάνουν εργασίες που, παρά την ανεργία, έχουν εγκαταλειφθεί από τους ντόπιους. Επιπλέον, οι μετανάστες έδωσαν ζωή σε νησιά και ερημωμένα χωριά, διατήρησαν τη λειτουργία σχολείων, τόνωσαν το ασφαλιστικό σύστημα και επιβράδυναν τις επιπτώσεις από το δημογραφικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα. Υπολογίζεται ότι το ένα τέταρτο των μεταναστών διαθέτουν πανεπιστημιακές περγαμηνές, αλλά μόνο το 2% ασκεί σχετικό επάγγελμα.

 

Χρειαζόμαστε λοιπόν μια συστηματική αξιολόγηση της συμβολής τους στην οικονομική ανάπτυξη, αλλά και στον εμπλουτισμό του πολιτισμού μας. Προπαντός όμως χρειάζεται να διαμορφωθεί ένας νόμιμος δίαυλος και μια κοινή ευρωπαϊκή μεταναστευτική πολιτική, που θα αναγνωρίζει δικαιώματα και υποχρεώσεις και θα διασφαλίζει την κοινωνική συνοχή.