HOME
 Αρθρα - Δηλώσεις
kemadrin notice site kemadrin utilisation
depakin chrono a1softec.com depakin chrono 500 mg
> “Η ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΦΥΛΟΥ ΣΤΗ ΔΙΕΘΝΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ” - Αρθρο στην Τριμηνιαία Πολιτική και Οικονομική Επιθεώρηση
diamox avis link diamox 250 mg
flibanserin read flibanserin online

“Η ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΦΥΛΟΥ ΣΤΗ ΔΙΕΘΝΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ”

Άρθρο στην Τριμηνιαία Πολιτική και Οικονομική Επιθεώρηση

«Διεθνής και Ευρωπαϊκή Πολιτική», τεύχος 5, Απρίλιος 2007

Άννα Καραμάνου

τ. ευρωβουλευτής

 

Το φύλο δεν αφορά στις βιολογικές διαφορές, αλλά στην ερμηνεία των συμπεριφορών ανδρών και γυναικών, που συνδέονται με τον πολιτισμό και τη κουλτούρα (αρρενωπότητα και θηλυκότητα, masculinity & feminimity, Connel, 1995). Η παραδοσιακή διεθνής πολιτική με την έμφαση που δίνει στην ασφάλεια, τη κυριαρχία, τον πόλεμο και την επιβίωση είναι ο πιο ανδροκρατούμενος τομέας. Η εξέταση του φύλου αναδεικνύει την επίδραση της «ηγεμονικής αρρενωπότητας» στον σκληρό πυρήνα των διεθνών σχέσεων, καθώς και στο θεωρητικό πλαίσιο (Goldstein, 2001).

 

Πολλές επιστημονικές προσεγγίσεις υποστηρίζουν, ότι το φύλο παίζει σημαντικό ρόλο στη κατανόηση της διεθνούς πολιτικής και ιδιαίτερα του πολέμου. Οι θεωρίες αυτές στοχεύουν στην αλλαγή, στη θεωρία και στη πράξη, της «αρρενωπότητας», στους τομείς που λειτουργεί ως ιδεολογία δικαιώνοντας την αρσενική κυριαρχία. Το βασικό ερώτημα είναι, γιατί το φύλο είναι τόσο αφανές στις Διεθνείς Σχέσεις, αφού, όπως ισχυρίζονται πολλοί είναι κεντρικό ζήτημα για την κατανόηση των διενέξεων;

Η MaudEduards (2003), δηλώνει ότι «ο πόλεμος είναι μια ιστορία που μιλάει για άνδρες, βία και επιθετική αρρενωπότητα» ενώ η Peterson (1997), μιλάει για κρίση της «αρρενωπότητας». Στο ίδιο περίπου μήκος κύματος κινείται και ο FrancisFukuyama. Mε το άρθρο του «WomenandtheEvolutionofWorldPolitics», (1998), προκάλεσε θύελλα σχολίων και αντιπαρατιθεμένων απόψεων, γιατί γράφει, ότι, «ο κόσμος, όπως τον γνωρίζουμε, δημιουργήθηκε από τους άνδρες» και υποστηρίζει ότι, «αν κυβερνούσαν οι γυναίκες, ο κόσμος θα ήταν λιγότερο βίαιος και περισσότερο συμφιλιωτικός και συνεργάσιμος από αυτόν που γνωρίζουμε σήμερα»

 

Στο ερώτημα πως κατανέμεται η εξουσία μεταξύ των φύλων ή ποιός κυβερνάει σήμερα τον πλανήτη τα στοιχεία είναι αδιάψευστα: Άνδρες είναι το 95% των αρχηγών κρατών, το 96% των υπουργών και το 94% των ανωτάτων κυβερνητικών και διακυβερνητικών θέσεων. Συμπέρασμα: Η εξουσία έχει φύλο!

Στη σύντομη ανάλυση που ακολουθεί θα υποστηρίξω την εξής υπόθεση εργασίας: Η ενσωμάτωση της διάστασης του φύλου στη διεθνή πολιτική και η ισορροπία των φύλων στην κατανομή της εξουσίας μπορεί να μειώσει τις εντάσεις που δημιουργεί ο ανδρικός ηγεμονισμός και να οδηγήσει στη διευθέτηση των κρίσεων μέσα από διάλογο και στην ειρηνική συνύπαρξη των ανθρώπων (Καντιανή ειρήνη).

 

ασφάλεια, άμυνα και ανδρικός ηγεμονισμός

Οι θεσμοί ασφάλειας και άμυνας κατέχουν κεντρικό ρόλο στον τομέα των διεθνών σχέσεων. Ιστορικά αυτοί οι θεσμοί συμπεριλαμβάνουν σχεδόν αποκλειστικά άνδρες οι οποίοι παράγουν νόρμες και πρακτικές που συνδέονται με την «αρρενωπότητα» και τον «ηγεμονικό ανδρισμό», ενώ ταυτόχρονα καθορίζουν την ατζέντα και την πολιτική αυτών των θεσμών. Η ηγεμονική εξουσία έχει πολλές πλευρές - στρατιωτική, πολιτική και οικονομική. Ο στρατός βέβαια είναι το πιο σημαντικό πεδίο για τον εντοπισμό του ηγεμονικού ανδρισμού. Σύμφωνα με την πατριαρχική μας κουλτούρα η τιμή ενός άνδρα σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται από την ικανότητά του να χρησιμοποιεί βία, εξ ου και η λέξη «ανδρεία» είναι συνυφασμένη με τη παλικαριά, τη γενναιότητα στο πόλεμο και τη χρήση βίας (Καραμάνου, 2003). Οι κορυφές της άμυνας και των στρατιωτικών θεσμών παρέχουν ένα αρκετά πειστικό δείγμα «ηγεμονικής ανδροπρέπειας», που ελάχιστα έχει αμφισβητηθεί από τις φεμινίστριες ή από διαφωνούντες άνδρες (Connell, 1995).

 

Στην ιστορία των περισσοτέρων στρατιωτικών θεσμών, η ανδροκρατία θεωρείται απολύτως φυσιολογική. Όπως υποστηρίζει ο Connell (1995), «η ηγεμονία μπορεί να θεμελιωθεί μόνον εφόσον υπάρχει συνάφεια μεταξύ κουλτούρας και θεσμικής εξουσίας». Ο Νίκος Τζιφάκης (2004) γράφει, ότι, «η παραδοσιακή προσέγγιση της ασφάλειας αναπαράγει πατριαρχικές σχέσεις ισχύος και νομιμοποιεί τη δημιουργία στρατιωτικών οργανισμών στους οποίους, όχι μόνο είναι περιορισμένοι οι αποδεκτοί ρόλοι που οι γυναίκες μπορούν να διαδραματίσουν, αλλά και επικρατούν ανδρικά πρότυπα συμπεριφοράς που εκθέτουν τις γυναίκες στον κίνδυνο κακομεταχείρισης»

 

Ο διαχωρισμός των φύλων αναπαράγεται μέσα από δύο κυρίως μηχανισμούς. Ο ένας είναι η ταύτιση του ανθρώπου με τον άνδρα (στη γαλλική γλώσσα άνθρωπος και άνδρας είναι η ίδια λέξη - homme), ενώ στην ελληνική γραμματική συχνά το αρσενικό συμπεριλαμβάνει και το θηλυκό! Ο δεύτερος μηχανισμός αφορά στη τοποθέτηση των ανδρών και των γυναικών σε δύο διαφορετικές σφαίρες δραστηριοτήτων. Στην αρχαία Ελλάδα ο άνδρας ταυτίζεται με την ισχύ και την ελευθερία. Ο Αριστοτέλης έκανε τη διάκριση μεταξύ ελεύθερων ανδρών πολιτών και του υπόλοιπου πληθυσμού - γυναικών, παιδιών και δούλων. Η ζωή του άνδρα ήταν ταυτισμένη με τον πόλεμο εναντίον άλλων ανδρών, ή με την διανόηση. Τιμή και δόξα σε κείνον που είναι «γενναίος, ικανός και επιτυχημένος σε πόλεμο ή ειρήνη». Αρετές για τον άνδρα ήταν το θάρρος, η ανδρεία, η ηγετική ικανότητα και η ευφυΐα. Οι μόνες αρετές που αναγνωρίζονταν στις γυναίκες ήταν η ομορφιά και μοναδικός προορισμός η τεκνοποιία. Ο δημόσιος χώρος ανήκε στους άνδρες (άνδρες η πόλις εστίν) και ο ιδιωτικός στις γυναίκες.

 

Ο Αριστοτέλης πίστευε ότι όλες οι σχέσεις είναι αποτέλεσμα διαπραγμάτευσης και ισορροπίας δύναμης και το θεωρούσε απολύτως φυσικό. Είναι γνωστό πως ο ανταγωνισμός και η άμιλλα αποτελούσε κεντρικό στοιχείο της ζωής των Ελλήνων. Όπως παρατηρεί ο Slater«τίποτα δεν είχε νόημα για τους Έλληνες, αν δεν συμπεριλάμβανε την ήττα κάποιου άλλου». Ανταγωνίζονταν για οτιδήποτε μπορούσε να προκαλέσει μια μάχη - από την ομορφιά, το τραγούδι, την φυσική δύναμη, τη ποίηση και το ποτό μέχρι την ικανότητα της αγρυπνίας. Αυτή η επιθυμία για ανταγωνισμό, για φήμη και δόξα επεκτεινόταν και στις σχέσεις μεταξύ των πόλεων-κρατών και φυσικά οι πόλεμοι που ξέσπασαν τους κατέστρεψαν. Όπως είναι γνωστό, ο Θουκιδίδης – ο πατέρας του ρεαλισμού – έχει αποτυπώσει με πληρότητα, τόσο το σύστημα των αξιών, όσο και το στρατηγικό δόγμα των Αρχαίων Ελλήνων.

 

Ο πόλεμος ως εκτόνωση της ανδρικής επιθετικότητας και ως «τεστ ανδρισμού» έχει γίνει αντικείμενο ιδιαίτερης μελέτης. Αρκεί να διαβάσει κανείς την αλληλογραφία του συγγραφέα DosPassos για να πειστεί. Όταν πολεμούσε στη Γαλλία, τα γράμματά του πάλλονταν από παθιασμένη βία. Ομολογεί στο φίλο του ArthurMcCοmb, ότι, ποτέ δεν ήταν τόσο ευτυχισμένος, όσο μέσα στη φωτιά της μάχης:«Αισθάνομαι συνέχεια την ανάγκη της μέθης ενός μεγάλου βομβαρδισμού….εκεί νιώθω ζωντανός, όσο ποτέ άλλοτε». Με άλλα λόγια εκεί νιώθω πραγματικός άνδρας… (PeterG. Filene στο «ΧΥ Η Ανδρική Ταυτότητα», Batinder, 1992). Και όπως εύστοχα παρατηρεί ο PierreBourdieu για να επαινέσεις έναν άνδρα αρκεί να του πεις πως είναι «άνδρας».

 

Από τα παραπάνω γεννάται ευλόγως το ερώτημα: είναι η αρρενωπότητα ένα βιολογικό δεδομένο ή ένα ιδεολογικοκοινωνικό κατασκεύασμα; Το ερώτημα φέρνει αντιμέτωπους τους οπαδούς του βιολογικού ντετερμινισμού με τους κονστρουκτιβιστές, αλλά και δύο σύγχρονες φεμινιστικές τάσεις, εκείνη που υποστηρίζει τον απόλυτο δυϊσμό και την άλλη που βλέπει ομοιότητες και ασαφή όρια μεταξύ των φύλων. Η πρώτη άποψη γνώρισε μια ιδιαίτερη άνθηση με την κοινωνιοβιολογία που ίδρυσε ο E.O. Wilson το 1975. Οι κοινωνιοβιολογικές θεωρίες υποστηρίζουν, ότι η κληρονομική ανδρική επιθετικότητα παρέχει τις βιολογικές βάσεις της αρσενικής κυριαρχίας, της ιεραρχίας, του ανταγωνισμού και του πολέμου.

 

Ο κονστρουκτιβισμός αρνείται την άποψη ότι το φύλο είναι κάτι ενιαίο, αμετάβλητο και βασισμένο στην βιολογία και ανοίγει το δρόμο για την ιδέα της πολλαπλότητας των προτύπων. Αν, δηλαδή, η αρρενωπότητα μαθαίνεται και κατασκευάζεται, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μπορεί και να αλλάξει. Αυτό που οικοδομήθηκε μπορεί να κατεδαφιστεί και να οικοδομηθεί ξανά από την αρχή. Οι δύο θέσεις, βιολογικός ντετερμινισμός και κονστρουκτιβισμός είναι διαμετρικά αντίθετες. Ωστόσο, η ποικιλία των συμπεριφορών διαψεύδει την υπεροχή του βιολογικού παράγοντα ενώ η πολυμορφία των προτύπων δεν μπορεί να εμποδίσει τα κοινά χαρακτηριστικά των φύλων.

 

η φεμινιστική ανάλυση στη διεθνή πολιτική

Η φεμινιστική προσέγγιση στοχεύει στην αλλαγή και στο μετασχηματισμό των αντιλήψεων για την παγκόσμια πολιτική. Ουσιαστικά ενδιαφέρεται για την κατανόηση της ισχύος: ποιός την κατέχει, σε ποιά βάση, πως λειτουργεί και με ποιά αποτελέσματα. Υποστηρίζει ότι η πολιτική και η οικονομία αφορούν τους ανθρώπους, ότι η εξουσία δεν είναι κάτι αόριστο, αλλά κάτι που θα πρέπει να κατανοηθεί στη βάση των ιστορικά διαμορφωμένων κοινωνικών σχέσεων, σε τόπο και χρόνο. Οι φεμινιστές/ριες ήταν οι πρώτες που διακήρυξαν ότι η πολιτική αφορά και την δημόσια και την ιδιωτική σφαίρα. Οι φεμινιστικές πολιτικές, με την έμφαση στο ιδιωτικό, ήταν οι πολιτικές του «εδώ και τώρα», που διαπραγματεύτηκαν άμεσες αλλαγές στη θεωρία και στη πράξη και έχουν συμβάλει στην αλλαγή των αντιλήψεων και της ίδιας της φύσης της πολιτικής. Τελευταία υποστηρίζουν ότι οι αναλύσεις για τις διεθνείς σχέσεις θα πρέπει να λάβουν υπόψη τις πατριαρχικές δομές ως κυρίαρχους δυναμικούς παράγοντες. Η κατανόηση της πατριαρχίας και πως επιδρά στις παγκόσμιες ανισότητες είναι μια από τις μεγαλύτερες σύγχρονες προκλήσεις (Youngs, 1999).

 

Η φεμινιστική ανάλυση στρέφει τη προσοχή στη παραδοσιακή έννοια του «ανδρισμού» ως αποφασιστικού παράγοντα διαμόρφωσης των προτιμήσεων της εξωτερικής πολιτικής. Οι φεμινιστές εξετάζουν τις πιέσεις και τις κοινωνικές προσδοκίες που δημιουργεί το πρότυπο του «πραγματικού άνδρα» και την επίδραση που έχει στη δομή της σκέψης και της συμπεριφοράς. Κάθε αξιωματούχος γνωρίζει πόσο επικίνδυνο είναι για οποιοδήποτε δημόσιο πρόσωπο να δίνει την εικόνα του «μαλθακού» ή ακόμη χειρότερα του «θηλυκού» (Enloe, 2000). H μιλιταριστική και «αρρενωπή» κουλτούρα ασκεί πολύ μεγάλη πίεση στους πολιτικούς να δείχνουν σκληροί και επιθετικοί, ιδιαίτερα σε θέματα ασφάλειας και άμυνας. Αυτός ο πολιτικός ανταγωνισμός και η πίεση για «δυναμισμό» έχει ως αποτέλεσμα τον ασφυκτικό περιορισμό των δυνατοτήτων, για παράδειγμα, της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής να διαδραματίσει ένα πιο χρήσιμο ρόλο στη δημιουργία μιας πραγματικά ασφαλούς διεθνούς κοινότητας. Ο πρόεδρος Μπους, με τον τρόπο που διαχειρίζεται την εξωτερική πολιτική είναι ένας «πραγματικός άνδρας», amansman. Ο ίδιος δεν πιστεύει στις συμμαχίες, στη διπλωματία και άλλες ήπιες μορφές εξουσίας (Deelstra, 2004). Η AnnTickner υποστηρίζει, ότι ο πόλεμος στο Ιράκ είναι το αποτέλεσμα μιας καθαρά «ανδρικής» προσέγγισης. Η έμφαση σε μια ισχυρή στρατιωτική απάντηση απέκλεισε κάθε άλλη επιλογή. Άρα και ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας – το καλό εναντίον του κακού- αντανακλά ακριβώς αυτή τη προβληματική διχοτομική σκέψη, που αποκλείει άλλες ενδιάμεσες λύσεις.

 

Η φεμινιστική θεωρία των διεθνών σχέσεων είναι η έκφραση ενός ευρύτερου πλαισίου φεμινιστικής σκέψης και προσεγγίσεων που ξεκίνησε στα τέλη της 10ετίας 1980. Οι φεμινιστές/στριες επιχείρησαν να αμφισβητήσουν τα όρια και τους θεωρητικούς φραγμούς της παράδοσης των Διεθνών Σχέσεων, επισημαίνοντας πως μια θεωρία που βασίζεται στη λειτουργία των κρατών, σε ένα οιονεί άναρχο και κρατικοκεντρικό σύστημα, αφήνει ελάχιστα περιθώρια για τη φεμινιστική θεωρία (Tickner, 1997). Οι φεμινίστριες έδωσαν τη μάχη για τη κατάργηση των διαχωριστικών γραμμών μεταξύ εθνικού/διεθνούς και δημόσιου/ιδιωτικού και άνοιξαν τον διάλογο για τα ανθρώπινα δικαιώματα των γυναικών. Η κωδικοποίηση των δικαιωμάτων των γυναικών σε διεθνείς συμβάσεις, όπως η CEDAW αναπόφευκτα έθεσε υπό αμφισβήτηση τα όρια και τους περιορισμούς της διεθνούς πολιτικής (Steans, 2003).

HPeterson και η Runyan τονίζουν, ότι οι φεμινιστικές θεωρίες για τις διεθνείς σχέσεις δεν αφορούν αποκλειστικά στις γυναίκες, ούτε προέρχονται μόνο από τις γυναίκες. Η φεμινιστική κριτική, όπως ερμηνεύτηκε από μη-φεμινιστές θεωρητικούς των διεθνών σχέσεων, φαίνεται σαν να προέρχεται από ένα διαφορετικό κόσμο, όπου οι «εμπειρίες των γυναικών» αποτελούν σημαντικό πλεονέκτημα που θα μπορούσε να εμπλουτίσει τη γνώση του κόσμου. Η φεμινιστική θεωρία, πολύ συνοπτικά , έχει την εξής συνεισφορά:

 

Αποκαλύπτει τον ανδροκεντρικό χαρακτήρα της παραδοσιακής θεωρίας των διεθνών σχέσεων, ιδιαίτερα του ρεαλισμού

Αναπτύσσει το θεωρητικό πλαίσιο του φύλου

Υποχρεώνει τους ακαδημαϊκούς να αναγνωρίσουν τις διακρίσεις λόγω φύλου, παρά τις αιτιάσεις τους περί αντικειμενικότητας

Παρέχει εμπειρικό υλικό που δείχνει τη σημασία της διάστασης του φύλου στη διεθνή πολιτική

Θέτει ερωτήματα για την περιθωριοποίηση των γυναικών και τη διάκριση δημόσιου/ιδιωτικού

Προωθεί εναλλακτικά πρότυπα απέναντι στη πατριαρχία

Επιδιώκει να ανατρέψει την ιστορικά άνιση κατανομή της ισχύος μεταξύ των δύο φύλων και να μετασχηματίσει τις δομές και τις σχέσεις εξουσίας

Θεωρεί ότι ο κόσμος θα ήταν λιγότερο ανταγωνιστικός και βίαιος, αν οι γυναίκες και οι άνδρες μοιράζονταν την πολιτική εξουσία

Προωθεί το πρότυπο «Λυσσιστράτη» – γυναίκες εναντίον του πολέμου.

 

φεμινίστριες/στές εναντίον ρεαλιστών

 

Οι φεμινιστικές θεωρίες στρέφονται κυρίως κατά της ρεαλιστικής σχολής την οποία θεωρούν ότι λειτουργεί εις βάρος των γυναικών, αφού ο ορισμός της ισχύος συσχετίζεται άμεσα με το αρσενικό φύλο και αγνοεί τις γυναίκες. Υποστηρίζουν, ότι οι ρεαλιστές δεν λαμβάνουν υπόψη τον παράγοντα «άνθρωπο», αλλά τα κράτη ως πρωταγωνιστές των διεθνών σχέσεων. Η αντίληψη των γυναικών για την ισχύ είναι τελείως διαφορετική από την επικρατούσα άποψη των ρεαλιστών. Η ισχύς για τις γυναίκες σημαίνει ενέργεια, ικανότητα και δυναμική. Η ισχύς δεν εξασφαλίζεται μόνο με τη βία αλλά και με τη συναίνεση. Η φεμινιστική θεωρία αμφισβητεί την ισχύουσα τάξη πραγμάτων και θέτει ερωτήματα, όπως: «γιατί αυτός ο κόσμος και όχι κάποιος άλλος», αντί απλώς να περιγράφει «πως λειτουργεί αυτός ο κόσμος» (Tickner, 1997).

 

Οι φεμινιστικές θεωρίες επομένως καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα που εκτείνεται από τον θετικισμό μέχρι τον μεταθετικισμό και αποκαλύπτει τον τρόπο με τον οποίο η συμβατική θεωρία των Διεθνών Σχέσεων έχει αγνοήσει το ρόλο των γυναικών. Ο RobertKeohane υποστηρίζει ότι «η φεμινιστική θεωρία ασκεί κριτική στις θεωρίες που δημιουργήθηκαν από τους άνδρες για να θέσουν τους εαυτούς τους στο κέντρο της πολιτικής …..Οι φεμινιστές/ριες εξετάζουν κριτικά τις διεθνείς σχέσεις και από τη σκοπιά εκείνων που συστηματικά έχουν αποκλεισθεί από θέσεις εξουσίας». Ο Keohane ερεύνησε τα κοινά σημεία διεθνών σχέσεων και φεμινιστικής προσέγγισης και καταλήγει ότι:

Η επανεξέταση της έννοιας της ισχύος μπορεί να βοηθήσει στον επαναπροσδιορισμό της έννοιας της εθνικής κυριαρχίας.

Η φεμινιστική θεωρία μπορεί να ενισχύσει τη βούληση των κρατών να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες της αλληλεξάρτησης, αντί να ανταγωνίζονται για το ποιός θα ελέγξει τον άλλο.

 

Οι PetersonandRunian τονίζουν ότι: «Οι συμβατικοί φακοί των διεθνών σχέσεων μας δείχνουν την κορυφή του παγόβουνου. Οι φεμινιστικοί φακοί μας οδηγούν κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, για να δούμε τις βαθιές ανισότητες που διαμορφώνουν τις διεθνείς ιεραρχίες, οι οποίες ξεσπούν σε διεθνείς συγκρούσεις όταν έρχονται στην επιφάνεια». Η CynthiaEnloe υποστηρίζει, ότι η «αρρενωπότητα» και η «θηλυκότητα» παίζουν αποφασιστικό ρόλο στη στρατικοποίηση και αποστρατικοποίηση της κοινωνίας και αναρωτιέται: «Ποιες είναι οι σχέσεις φύλου πάνω στις οποίες στηρίχτηκε ο Ψυχρός Πόλεμος επί 45 χρόνια;». Οι φεμινίστριες υποστηρίζουν, ότι ο Ψυχρός Πόλεμος ήταν το δημιούργημα της «Ρεαλιστικής» ανορθολογικότητας. Επειδή η ειρήνη δεν αποτελούσε προτεραιότητα ως θέμα εθνικής ασφάλειας, το περιεχόμενο των διεθνών σχέσεων στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου ήταν η προετοιμασία του πολέμου(Coates).

 

Χωρίς αμφιβολία ο μετασχηματισμός της κυριαρχίας και των σχέσεων ισχύος, υπό την επιρροή της παγκοσμιοποίησης, ανοίγει σήμερα πολιτικό χώρο και για τη φεμινιστική προσέγγιση στις διεθνείς σχέσεις. Εφόσον το κυρίαρχο κράτος δεν θεωρείται πλέον ο αποκλειστικός εκπρόσωπος του πληθυσμού στη διεθνή σκηνή, οι γυναίκες μπορούν να αποκτήσουν περισσότερη αντιπροσώπευση στο διεθνές δίκαιο και επίσης να συνεισφέρουν στη δημιουργία του δικαίου αυτού. Στην ίδια περίπου γραμμή κινείται και η θεωρία της δημοκρατικής ειρήνης, η οποία υποστηρίζει, ότι μειώνεται αισθητά η πιθανότητα ένοπλης σύγκρουσης μεταξύ δημοκρατικών κρατών (Regan & Paraskeviciute, 2001).

 

Ωστόσο, ο βαθμός δημοκρατίας κρίνεται και από το κατά πόσον αναγνωρίζεται η ισότητα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ανάμεσα στα δύο φύλα.

Από τις σύγχρονες δημοκρατίες, οι σκανδιναβικές χώρες ξεχωρίζουν για την αναγνώριση του ρόλου των γυναικών, την ίση κατανομή της πολιτικής εξουσίας μεταξύ των φύλων, το ισχυρό κοινωνικό κράτος, αλλά και για τον φιλειρηνικό ρόλο που διαδραματίζουν στις διεθνείς σχέσεις και τις πρωτοβουλίες που αναλαμβάνουν για την ειρήνη. Επομένως, ευλόγως προκύπτει το ερώτημα: μήπως η δίκαιη κατανομή και η ισορροπία ισχύος μεταξύ των φύλων, οδηγεί τόσο στην ανάπτυξη και την ευημερία, όσο και στη μείωση του ανταγωνισμού και της βίας στη διεθνή πολιτική; Βεβαίως, μιλώντας για τις σκανδιναβικές χώρες δεν μπορεί κανείς να μη τονίσει το ρόλο που διαδραμάτισε η σοσιαλδημοκρατία στην οικοδόμηση του κράτους δικαίου και ισότητας.

 

συμπεράσματα

1. Χρειάζονται βαθιές αλλαγές στον προσανατολισμό των διεθνών σχέσεων (και στη διδασκαλία) και εναλλακτικές, μη στρατιωτικές λύσεις ασφάλειας

2. Η κυριαρχία της «αρρενωπότητας» και η ταύτισή της με τη στρατηγική της ισχύος, υπό τις σημερινές συνθήκες παγκοσμιοποίησης και αλληλεξάρτησης, συνιστούν ένα εκρηκτικό μίγμα για τις διεθνείς σχέσεις, με μεγάλο κόστος για την ειρήνη και την ευημερία.

3. Χρειαζόμαστε στρατηγική για τον εμπλουτισμό των παραδοσιακών θεωριών των διεθνών σχέσεων με την ενσωμάτωση του φύλου, των εμπειριών και της οπτικής των γυναικών, ιδιαίτερα στα θέματα ασφάλειας και άμυνας.

4. Σύμφωνα με την ανάλυση που προηγήθηκε , κατά πάσα πιθανότητα επαληθεύεται η υπόθεση εργασίας, ότι, μια ισόρροπη συμμετοχή των φύλων στις διεθνείς διαπραγματεύσεις και τη λήψη πολιτικών αποφάσεων, μπορεί να οδηγήσει στην απόρριψη του πολέμου και της βίας ως μέσων επίλυσης των διαφορών και σε μια νέα παγκόσμια τάξη πραγμάτων που θα δίνει προτεραιότητα:

  • Στην ενίσχυση της διεθνούς συνεργασίας και των υπερεθνικών θεσμών, με σκοπό μια δημοκρατική παγκόσμια διακυβέρνηση.

  • Στη προστασία της ζωής, το διάλογο, τη συμφιλίωση, τη διαπραγμάτευση, τη δίκαιη κατανομή των πόρων του Πλανήτη, τη κατανόηση των διαφορετικών απόψεων και τη διευθέτηση των κρίσεων με ειρηνικά μέσα.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Batinder, E., 1992, XY- Η Ανδρική Ταυτότητα, εκδ. κάτοπτρο
  • Ceohane Robert O., 1998, “Beyond Dichotomy: Conversations Between International Relations and Feminist Theory”, International Studies Quarterly (1998) 42, 193-198
  • Coates, Susan C., 1995, “Peace Feminism in International Relations”, www.du.edu./-suscoate/
  • Connel, R., 1995, Masculinities, Cambridge, Polity Press
  • Deelstra, J., 2004, “Gender Expectation is a Powerful Force in Politics”, Daily Trojan-Opinions, Issue:10.05.04
  • Eduards, Maud, 2003, “With Women’s Bodies as a Battlefield”, Conference, “Gender and Power in the New Europe, the 5th European Feminist Research”, August 20-24, 2003, Lund University, Sweden
  • Enloe, C., 2000, ”Masculinity as Foreign Policy issue”, in Foreign Policy - In Focus”, Vol.5, No 36, October 2000
  • French, M., 1985, Beyond Power,” Chicago Tribune Book World
  • Fukuyama Francis, 1998, “Women and the Evolution of World Politics”, Foreign Affairs, 77 No 5, 24-40 S/O ‘98
  • Goldstein, S.J., 2001, “War and Gender:How Gender Shapes the War System & Vice Versa”, Cambridge University Press
  • Kronsell, A., 2005, “Gendered Practices in Institutions of Hegemonic Masculinity”. Reflections from Feminist Standpoint Theory”, International Feminist Journal of Politics, 7:2 June 2005, 280-298
  • Locher Birgit & Elizabeth Prugl, “Feminism and Constructivism:Worlds Apart or Sharing the Middle Ground?”, International Studies Quarterly (2001) 45, 111-129
  • Michel, R., 2005, “Introduction to International Relations”, winter term 2005, University of Oregon
  • Peterson V.S., 1997, “Whose Crisis:Early and Post-Modern Masculinism” in “Innovation and Transformation in I.R.” by Stephen Gill & James H. Mittelman
  • Regan M.R. & Aida Paskeviciute, 2001, “Feminism, Social Constructions and the Democratic Peace: Women’s Access to Politics and Peaceful States”, Binghamton University, State University of New York
  • Steans, J., 2003, “Engaging from the Margins: Feminist Encounters with the «Mainstream» of International Relations”, British Journal of Politics, Vol.5, No 3, August 2003, pp. 428-454
  • Tickner Ann J., 2003, “The Growth and Future of Feminist Theories in International Relations”, An interview with Sarah Buchwalter, Jesse Finklestein and Luise Sherman, Providence, RI, 8.10.2003
  • Tickner Ann J., 2005, “What is your Research Program? Some Feminist Answers to I.R. Methodological Questions”, International Studies Quarterly, (2005) 49, 1-21
  • Tickner, Ann J., 2004, “Feminist Responses to International Security Studies”, Peace Review, March 2004
  • Youngs, G., 1999, “International Relations in a Global Age”, Cambridge: Polity Press p. 248
  • Καραμάνου, Ά., 2003, άρθρο, «Αν Κυβερνούσαν τον Κόσμο οι Γυναίκες», εφημ. «ΤΑ ΝΕΑ», σελ. 12, 12.08.2003
  • Τζιφάκης, Ν., 2004, «Η Κατασκευή της Ασφάλειας στις Διεθνείς Σχέσεις», στο Αγορά χωρίς Σύνορα, τόμος 10, τεύχος 2, Σεπτ., Οκτ., Νοέμ. 2004